ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
Ο βοηθός
µτφρ.: Κατερίνα Σχινά
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 316
Θέλουν όλοι, μα όλοι τους, μιαν άλλη ζωή. Λιγότερη πιεσμένη, λιγότερο στεγνή, λιγότερο θλιμμένη, λιγότερο στερημένη. Ανακυκλώνουν τη στενοχώρια τους, δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα βήμα προς τα εκεί που ονειρεύονται, μοιάζει να γλιστρούν συνέχεια προς την καταπακτή της απελπισίας. Μετράνε τα σεντς, τα λιγοστά δολάρια, υπολογίζουν ακατάπαυστα και μόνον, λογαριασμούς και ανάγκες, υποχρεώσεις και πιστωτές, το αέριο, το φαγητό, το ρούχο, την εφημερίδα, το τίποτα.
Ο Μόρις Μπόμπερ, η γυναίκα του Αϊντα, η κόρη του Ελεν ζουν σε μια εβραϊκή γειτονιά της Νέας Υόρκης, Εβραίοι και οι ίδιοι. Δεν ζουν ακριβώς, φυτοζωούν, επιβιώνουν μέρα τη μέρα, μέσα στο μπακάλικο του ισογείου, στο σπίτι του πάνω ορόφου. Οι δουλειές πάνε από το κακό στο χειρότερο, ο ανταγωνισμός είναι θανάσιμος, ο Μόρις δεν έχει σθένος να αντιμετωπίσει τη συνθήκη, η γυναίκα του γκρινιάζει, επιτιμά και απαξιώνει αλύπητα, η κόρη του έχει εγκαταλείψει προοπτική σπουδών, αλλαγής ζωής, προόδου, ευτυχίας, δουλεύει και συνεισφέρει τον γλίσχρο μισθό της στις ανάγκες τους.
Ο Φρανκ Αλπαϊν: ιταλικής καταγωγής, μόνος, εξαθλιωμένος, ληστής από ανάγκη, μπαίνει στη ζωή τους σαν από μηχανής θεός, για να βοηθήσει, να αναστήσει το μαγαζί και τις ψυχές τους, να αλλάξει τη ζωή όλων και τη δική του οπωσδήποτε, καθώς ακροβατεί ανάμεσα στο καλό και στο κακό, πλασμένος κακός, αποφασισμένος να γίνει καλός, θεωρεί την καλοσύνη μεγάλο ταλέντο, εκβιάζει τον εαυτό του να υπάρχει με συνείδηση, ενοχή, εσωτερική κατάκριση κι εξιλέωση. Τους αντιπαθεί που είναι Εβραίοι, θεωρεί τη μοίρα τους δεμένη με τον κατατρεγμό, δεν ξέρει όμως τι του επιφυλάσσει το δέσιμο μαζί τους.
Ο Μόρις καταβεβλημένος από τις συνθήκες της ζωής του, από την αναθεματισμένη ανέχεια, την πώληση του μαγαζιού που ποτέ δεν έρχεται να τον απαλλάξει από το βάρος του μπακάλικου, ηττημένος κάθε μέρα, κάθε ώρα από εκείνες τις ατελείωτες ώρες που στέκει όρθιος πίσω από τον πάγκο του, περιμένοντας τον πελάτη που δεν τον προτιμά, ζηλεύοντας τα γύρω γεμάτα μαγαζιά, ανοίγει απλά το αέριο μια μέρα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Δεν θα πετύχει ούτε και αυτό. Η γυναίκα του, απογοητευμένη από τον γάμο της, δυστυχισμένη μέσα στη μιζέρια και την απελπισία προσβλέπει σ’ έναν καλό γάμο για την κόρη της, την καθοδηγεί χωρίς επιτυχία, η Ελεν παρά την ανάγκη αντιστέκεται, δεν συμβιβάζεται, περιμένει το σύνθημα της καρδιάς της. Θα το δώσει, αργά και βασανιστικά, η παρουσία του Φρανκ· αυτού του απρόβλεπτου, τρυφερού και συνάμα άγριου άντρα που θα μετατραπεί σε πηγή δεινών, θα ισοπεδώσει πίστη κι εμπιστοσύνη, θα ενσαρκώσει την προδοσία και τη βία.
Τι χρειάζεται για να ορθώσει κανείς ανάστημα στις συνθήκες του βίου του, όταν αυτές τον έχουν εξαθλιώσει; Τι απαιτεί η εσωτερική ελευθερία για να σε οδηγήσει και στο πραγματικό πέταγμα προς αυτό που ονειρεύεσαι, ποθείς, νομίζεις ότι δικαιούσαι; Κυνισμό, θράσος, υπολογισμό και ίσως μια εύκολη ροπή προς το έγκλημα; Υπομονή και προσήλωση, ίσως λίγη καλή τύχη κι εναπόθεση όλων των ελπίδων στο αύριο που με μαγικό τρόπο θα φέρει όσα ζητάς; Χρειάζεται η θηριώδης δύναμη της βούλησης. Είναι σε έλλειψη. Για όλους. Μοιάζουν υποταγμένοι σε μια μοίρα που δεν μπορεί να αλλάξει, η φύση τους δεμένη με το λίγο, το ελάχιστο, η ματιά τους δεν φτάνει πέρα από τη βιτρίνα του μαγαζιού· και αυτή βρώμικη. Και όμως, ενώ πιστεύουν ότι αξίζουν μια καλύτερη ζωή, τους καθηλώνει η ενοχή μην τυχόν και την αποκτήσουν.
Ο Μάλαμουντ μας συστήνει τους δραματικούς χαρακτήρες του με απόλυτη γοητεία. Είναι φτιαγμένοι από τα υλικά της ανθρώπινης αντίφασης, ειλικρινείς και ψεύτες, με μυστικά που τους ταλανίζουν, αλήθειες που δεν μπορούν να ειπωθούν, επιθυμίες που ξεθυμαίνουν, την παντοτινή πάλη ανάμεσα στα λόγια, στις σκέψεις, στις πράξεις. Ο απόλυτος ρεαλισμός του που δεν ξεπέφτει στη μελό συνθήκη, η στιβαρότητα της γραφής, η βαθιά και συμπονετική ματιά προς τους ανθρώπους, η στοργή για την αδυναμία τους, ισορροπεί τη σκληρότητα, την απελπισία, τη φύσει και θέσει κακία. Κλείνοντας πίσω μας την πόρτα του μπακάλικου, αντηχεί ο εξομολογητικός Φρανκ: «Δεν φέρομαι όπως πρέπει να φερθώ, θέλω να πω».
Πηγή: Καθημερινή