Στέφανος Κασιμάτης
Το πρωί της ημέρας που έφθασαν στη Βενετία τα νέα για την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και όλοι στην πόλη μιλούσαν μόνο γι’ αυτό, ο Μπάιρον (ο πλέον διάσημος και περιβόητος θαυμαστής του Κορσικανού την εποχή εκείνη) πήγε στο καφέ «Φλοριάν» κανονικά, σαν να ήταν μια οποιαδήποτε μέρα, και ήπιε τον καφέ του ατάραχος. Το Βατερλώ, θέλω να πω, είναι κάτι πολύ ευγενές (παρά τη λάσπη και το αίμα) και υψηλής ιστορικής σημασίας ώστε να συσχετίζεται με τον Τσίπρα και τον Καμμένο. Εκτός αυτού, ο συσχετισμός είναι και ανακριβής ως προς το κυριότερο συστατικό του νοήματός του: το Βατερλώ ήταν η οριστική ήττα για την πλευρά που την υπέστη, ήταν το τέλος. Στην περίπτωσή μας, δεν μπορούμε καν να πούμε αν είμαστε στο τέλος της αρχής.
Αυτό που συνέβη στην κυβέρνηση, κατά τον μαραθώνιο των είκοσι μιας ωρών στη Βουλή, ήταν πανωλεθρία. Ξεκίνησε με την υπόσχεση του «μεγαλύτερου σκανδάλου από συστάσεως ελληνικού κράτους» και κατέληξε με τον Τσίπρα να ζητάει ομολογίες πολιτικής ευθύνης· ήταν πλήρης και ολοκληρωτική ήττα για την κυβέρνηση από κάθε πλευρά. Κατ’ αρχάς, χάρη στην άνεση του χρόνου, η διαδικασία ανέδειξε τη σαθρότητα των ενοχοποιητικών στοιχείων, καθώς και τον απίθανο σωρό παρατυπιών και παιδαριωδών λαθών στη συγκρότησή της. Ανέδειξε, σε τελευταία ανάλυση, τη μόνη σκοπιμότητα της όλης υπόθεσης, που ήταν το σκηνικό της τελευταίας πράξης: δέκα κάλπες, για δέκα πολιτικούς αντιπάλους, χωρίς συγκεκριμένο κατηγορητήριο για κανέναν. Σταλινική προσέγγιση στη δικαιοσύνη, αλλά χωρίς εκτελέσεις στο τέλος – κάτι είναι κι αυτό, πρόοδος.
Εχουμε μάθει πια ότι οι κυβερνώντες είναι αδίστακτοι· πάντα, όμως, είναι τόσο ευχάριστο να μας θυμίζουν και πόσο ανίκανοι είναι συγχρόνως! Διότι αυτό μας σώζει: η ανικανότητά τους. Σαν έναν επαγγελματία δολοφόνο, φαντασθείτε, ο οποίος αποτυγχάνει να καθαρίσει τον στόχο, επειδή, φεύγοντας από το σπίτι για τη δουλειά, πήρε κατά λάθος το «μπίμπιγκαν» με τα σφαιρίδια από φελιζόλ αντί για το σαρανταπεντάρι. Με αυτούς μάλιστα συνέβη το ακόμη χειρότερο: επέλεξαν το «μπίμπιγκαν», επειδή έκριναν ότι με αυτό μπορούν να σκοτώσουν τους αντιπάλους τους. Δεν τα κατάφεραν· ωστόσο, αυτά που πέτυχαν δεν είναι αμελητέα. Πέτυχαν να εκθέσουν στην κοινή θέα τις πραγματικές προθέσεις τους, δηλαδή την καθεστωτική επιβολή· πέτυχαν να αποδείξουν ακόμη μία φορά πόσο επικίνδυνοι και ανίκανοι είναι· τέλος, πέτυχαν να αγριέψουν τον αντίπαλο και να τον ξυπνήσουν.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν τέλεια ευκαιρία και την εκμεταλλεύθηκε άψογα. Ψύχραιμος και σοβαρός σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του, εστίασε στα πραγματικά προβλήματα, έξω και γύρω από την αρένα με τους κατηγορούμενους χωρίς κατηγορίες. Στάθηκε όπως ακριβώς θα όφειλε ένας πραγματικός πρωθυπουργός. Ομολογουμένως, βλέποντας πως η υπόθεση εξελισσόταν σε φιάσκο για την κυβέρνηση όσο περνούσε η ώρα, δεν περίμενα από τον Αλέξη Τσίπρα να μιλήσει. Μετά την εξαίρετη ομιλία του Μητσοτάκη, όμως, ήταν αδύνατο να το αποφύγει. Προσπάθησε να διασωθεί από το φιάσκο, να άρει τον εαυτό του υπεράνω. Γι’ αυτό και έλειπε από την ομιλία του ο τόνος της εριστικότητας, που τόσο άνετα εκδηλώνεται κάθε φορά που εκείνος νιώθει σε θέση ισχύος. Στο τέλος, έδειξε να συμβιβάζεται με μια απλή ομολογία πολιτικής ευθύνης από τους αντιπάλους τους, αυτούς που μόλις είχε αποτύχει να εξοντώσει. (Το θράσος ποτέ δεν του έλειψε. Ξέρει πώς να το αξιοποιεί, ακόμη και όταν υποχωρεί τρέχοντας…) Οσο για τον Π. Καμμένο, αυτός ήταν αξιοθρήνητος. Ηταν –και το εννοώ– οδυνηρό να τον παρακολουθείς· ένιωθες την αγωνία του ανθρώπου που πνίγεται. Δεν αντέχεται να το παρακολουθείς αυτό να συμβαίνει σε ζώα (θυμίζω, με την ευκαιρία, τον «Σκύλο που πνίγεται» του Γκόγια: το ωραιότερο από τα «σκοτεινά» του)· πώς να το αντέξεις σε κοτζάμ υπουργό Αμύνης;
Και για εκείνους, όμως, που δεν είχαν τον χρόνο να παρακολουθήσουν τις ομιλίες, αλλά αρκέστηκαν στις περικοπές και στα στιγμιότυπα των δελτίων ειδήσεων, οι σκηνές που θα μείνουν από την παράσταση των 21 ωρών είναι ντροπιαστικές για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η θρασυδειλία του χαμηλόφωνου «ασταδιάλο» που αμόλησε από το μικρόφωνο η προεδρεύουσα Μαντάμ Σουσού, μα κυρίως η εικόνα του Αρχάνθρωπου των Σφακίων να χαχανίζει την ώρα που ο Τάκης Πικραμμένος υπερασπιζόταν την εντιμότητα μιας ολόκληρης ζωής. (Πού να καταλάβει αυτός που καυχιόταν για τα δύο ταμεία στον δήμο του;)
Αυτή η αηδιαστική σκηνή θα μείνει και θα έχει μεγάλο κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή αποκαλύπτει το αληθινό νόημα μιας κυβερνητικής άποψης η οποία συζητήθηκε πολύ. Την παραθέτω: «Σκάνδαλα υπάρχουν. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα του λαού μας, αλλά και το ηθικό πλεονέκτημα που απαιτεί να έχει ο ίδιος ο λαός, απαιτεί αυτά τα σκάνδαλα να πάνε στην κάθαρση. Αν εμπλέκονται υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη, κακό του κεφαλιού τους. Αν δεν εμπλέκονται, θα είναι ευτυχείς να αποδείξουν την αθωότητά τους». Ούτε ο Βισίνσκι ούτε ο Φράισλερ θα μπορούσαν να το έχουν πει καλύτερα…
Πηγή: Καθημερινή