Κώστας Καλλίτσης
Εν αρχή, οι τιμές είχαν αρχίσει να πιέζονται λόγω της σταδιακής ανατίμησης καυσίμων – ενέργειας από τα μέσα του 2021, η κατάσταση επιδεινώθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα γνωστά προβλήματα στις πρώτες ύλες και τις αλυσίδες εφοδιασμού. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε καθ’ ημάς όπως όλα τα άλλα: με αμεριμνησία.
Η κυβέρνηση αρκούνταν να επαναλαμβάνει με ανακούφιση ότι ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενος (άλλωστε, όλα τα προβλήματα σ’ αυτή τη χώρα είτε εισάγονται είτε προκαλούνται από κακόπιστους λαϊκιστές…) και να μοιράζει αφειδώς επιδόματα οριζοντίως. Παρατηρώντας την κατάσταση οι αγορές (που καθ’ ημάς έχουν κακομάθει να δουλεύουν με υψηλά ποσοστά κέρδους, τα οποία δεν συναντάς σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα…) κατέληξαν ότι είναι κρίμα να αφήσουν να πάει χαμένη μια τέτοια κρίση – που αντί να ελεγχθεί, επιδοτείται. Ετσι, ο εισαγόμενος γρήγορα μεταλλάχτηκε σε πληθωρισμό κερδών ή, όπως διεθνώς καθιερώθηκε ο όρος, σε πληθωρισμό απληστίας. Οι καθ’ ημάς αγορές εκμεταλλεύτηκαν την άνοδο των τιμών των εισαγομένων ως ευκαιρία για να διευρύνουν την κερδοφορία τους. Συστηματικά, κάθε μήνα και επί πολλούς μήνες, οι τιμές των τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης τρέχουν περισσότερο από όσο στην Εσπερία, παρότι στη χώρα μας οι τιμές τους κατά τεκμήριο ήταν ήδη (έως πολύ) υψηλότερες.
Γίνεται μια τεράστια αναδιανομή πλούτου: στο «Ελντοράντο η Ελλάς», σε απόκλιση από τους 27 –όπου μισθοί και κέρδη ακολουθούν σχεδόν παράλληλη πορεία– η ψαλίδα ανοίγει. Το μερίδιο των μισθών συρρικνώνεται (το δεύτερο χαμηλότερο στους 27) και το μερίδιο των κερδών φουσκώνει – το τρίτο μεγαλύτερο στους 27. Επιπλέον, έχουμε τα δύο πιο διαφορετικά ευρώ: ένα πάμφθηνο, το πιο φθηνό στην Ευρώπη (του μικροκαταθέτη) κι ένα πανάκριβο, το πιο ακριβό στην Ευρώπη (των τραπεζών).
Από τη μια είναι η εικόνα: το άφθονο χρήμα από τα ουρανοκατέβατα κέρδη, τον αυξανόμενο κρατικό δανεισμό, τα πληθωριστικά φορολογικά έσοδα και την ταχεία ρευστοποίηση (χωρίς κοινωνικά – αναπτυξιακά κριτήρια) των πόρων, ειδικά του Ταμείου Ανάκαμψης, φιλοτεχνεί μια μαγική εικόνα ανάπτυξης – παρότι το ΑΕΠ είναι μικρότερο και το χρέος πολύ υψηλότερο από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια, όταν πέσαμε στα βράχια της κρίσης.
Από την άλλη είναι η πραγματικότητα: μία πλευρά της, ότι παρά την πρωτοφανή αύξηση κερδών και το απίστευτο χρήμα που κυκλοφορεί, η επενδυτική δραστηριότητα υστερεί. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, πέρυσι οι επενδύσεις θα αυξάνονταν 15,5% – αυξήθηκαν μόνο 7%. Φέτος προβλέπεται ότι θα αυξηθούν 15,1% – κι αυτό είναι στον αέρα. Αλλωστε, κι όσες σχετικά μεγάλες επενδύσεις γίνονται, γίνονται με λεφτά του ΕΣΠΑ και του ΤΑΑ, και μόνο μια μικρή ιδιωτική συμμετοχή στο κεφάλαιο. Τι γίνονται τα κέρδη, πέρα από πολυτελή κατανάλωση;
Επενδύονται στο εξωτερικό. Η αυξημένη κερδοφορία που αποκτάται εδώ (χάρη στον πληθωρισμό κερδών, στον αναιμικό ανταγωνισμό και στην εξαέρωση των μισθών…) αναζητεί την τύχη της εκτός συνόρων. Ετσι, οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, από 1.147,7 εκατ. ευρώ που ήταν το 2021 αυξήθηκαν 121% κι έφτασαν τα 2.538,5 εκατ. το 2022 και, πέρυσι πάλι, αυξήθηκαν άλλο 28% κι έφτασαν τα 3.240,4 εκατ. ευρώ. Μέσα σε τρία χρόνια τα κέρδη που φεύγουν, παρά κάτι τριπλασιάστηκαν. Κάτι βλέπουν;…
Πηγή: Καθημερινή