Μπάμπης Παπαδημητρίου
Μέχρις ότου «τραγουδήσει η χοντρή κυρία», κανείς δεν πρέπει να προβλέπει τις συνθήκες που θα επικρατούν όταν θα δούμε, επιτέλους, την έξοδο από τα μνημόνια. Πολύ περισσότερο, δεν είναι σώφρον να κάνει παρόμοιες προβλέψεις ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός Οικονομικών. Ακόμη κι αν η χώρα ήταν ένας καλοκουρδισμένος μηχανισμός, δεν μπορείς να γνωρίζεις την υποδοχή που θα σου επιφυλάξουν οι «αγορές», το αίσθημα εμπιστοσύνης των καταναλωτών, τις προοπτικές των επενδυτών.
Είναι σίγουρο ότι η διάθεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων έχει αλλάξει. Το τιμωρητικό πολιτικό βάρος του κ. Σόιμπλε δεν υπάρχει – κάτι που αφαιρεί το ειδικό βάρος των παρεμβάσεων του κ. Τόμσεν, ενώ οι περισσότερες κυβερνήσεις επιθυμούν να βγάλουν το ελληνικό ζήτημα από την ατζέντα.
Αν ήταν εφικτό, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιδιώξει την πρόωρη ολοκλήρωση του οικονομικού προγράμματος. Αν ήταν πραγματική και ρεαλιστική η αυτοπεποίθηση που θέλει να δείχνει ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να κηρύξει το τέλος του δικού του μνημονίου «εδώ και τώρα». Αν δεν υπήρχε θέμα χρημάτων, δηλαδή πρόσθετων δανεικών που πρέπει να μας δώσουν οι εταίροι, γιατί να μην ψηφίσουμε μία-κι-έξω όλες τις ρυθμίσεις που απομένουν ώστε να γίνει η τρίτη αξιολόγηση το διαβατήριο εξόδου; Αν οι αγορές πανηγυρίζουν για την επιστροφή της Ελλάδας, όπως έλεγε ο κ. Τσακαλώτος λίγο πριν κλείσει η συζήτηση επί του προϋπολογισμού, γιατί δεν επισπεύδουμε την αποπληρωμή των ακριβότερων δανείων του ΔΝΤ, όπως έκανε η Πορτογαλία θέλοντας να στείλει σήμα back to business; Σε όσους αγαπούν τις συγκρίσεις, υπενθυμίζω ότι η μικρή χώρα της Ιβηρικής και πήρε πίσω τις μειώσεις των συντάξεων, έπειτα από απόφαση του συνταγματικού της δικαστηρίου και κέρδισε την προεδρία του Eurogroup με τις ψήφους του Λαϊκού Κόμματος – και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με την ευκαιρία, να σημειώσω τη βαθιά πεποίθησή μου ότι η αντιπολίτευση πρέπει να πιέσει τη συμπολίτευση σε αυτή την κατεύθυνση και να παύσει να ελπίζει ότι ο Τσίπρας θα πέσει επειδή «θα υποχρεωθεί σε τέταρτο μνημόνιο».
Η Ελλάδα πρέπει να εκπλήξει ευχάριστα τις αγορές, τους επενδυτές και τους φορολογουμένους της. Χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό θετικών εξελίξεων. Οπως αυτές που θα φέρουν μια νέα ριζοσπαστική αναπτυξιακή πολιτική ταχύτερης ενσωμάτωσης στην παγκοσμιοποίηση, μια ρηξικέλευθη ατζέντα μεταρρύθμισης του κράτους και ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό δημοσιονομικής σταθερότητας.
Δυστυχώς, αντ’ αυτής της προοπτικής, η κυβέρνηση επέλεξε να λανσάρει επιχείρηση επικοινωνιακής επιθετικότητας. Πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτόν θα γαλουχηθούν καταλλήλως οι «στρατιώτες» της παράταξης, κυρίως οι βουλευτές και τα στελέχη που έχουν τοποθετηθεί σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, σε ένα σενάριο ανεδαφικής αισιοδοξίας, από αυτά που αρέσουν πάντοτε στην ονειροπόλα «Αριστερά».
Δυστυχώς, η κυβέρνηση άφησε για το τέλος έναν μακρύ κατάλογο ενεργειών γι’ αυτή την τελευταία περίοδο των μνημονίων. Πρόκειται για ρυθμίσεις που αντιστοιχούν στην καθιέρωση κατάλληλων λύσεων (βέλτιστες πρακτικές, όπως συχνά αποκαλούνται) σε πολύ πρακτικά ζητήματα λειτουργίας των αγορών και της διοίκησης, που είναι όμως καθοριστικά για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων. Ακόμη κι αν η ομάδα Τσίπρα κατορθώσει να περάσει από τη Βουλή ή να γράψει τις υπουργικές εγκυκλίους για όλα αυτά, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, που θα απελευθερώσει τη ζωογόνο επίδρασή τους στην αύξηση του τζίρου, στην άνοδο της απασχόλησης και στην προοπτική των κερδών, θα απαιτήσει μια ομάδα υπουργών που θα πιστεύει εις βάθος σε ένα νέο πρόσωπο για τον ελληνικό καπιταλισμό. Μέχρι στιγμής, οι άνθρωποι του κ. Τσίπρα ούτε ταιριάζουν σε παρόμοιο πορτρέτο ούτε είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν για την επιβίωση του συστήματος. Πιθανότερο είναι να τους… ξεκάνει η μνημονιακή ταλαιπωρία μέχρι να γεμίσει το αυγουστιάτικο φεγγάρι της εξόδου.
Πηγή: Καθημερινή