Αντώνης Καρακούσης
Η χώρα κατά κοινή ομολογία βραδυπορεί, δεν «τρέχει» όπως οι περιστάσεις επιβάλλουν, μένει κολλημένη στα λασπόνερα της κρίσης, δεν είναι σε θέση να κεφαλαιοποιήσει την πρόοδο που χωρίς αμφιβολία έχει επιτευχθεί στο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό τομέα.
Παρά λοιπόν την πιεστικότητα των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων δεν λέει να ξεφύγει από τον κύκλο της στασιμότητας ή έστω της αναιμικής ανάπτυξης στην καλύτερη περίπτωση.
Η οικονομία δεν βρίσκει τη δύναμη να επιχειρήσει το άλμα προόδου και ανάπτυξης που χρειάζεται και η κοινωνία βαρυγκωμά άλλοτε υπό το βάρος των φόρων, των χρεών, των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, των επαπειλούμενων πλειστηριασμών και άλλοτε υπό την πίεση της ανεργίας και της υποαμειβόμενης εργασίας.
Ταλανίζεται έτσι ανάμεσα στην αδήριτη ανάγκη για σταθερότητα και εξυγίανση και στην κυρίαρχη επιθυμία για ταχεία έξοδο από την κρίση. Ωστόσο ανάγκες και επιθυμίες μοιάζουν αντικρουόμενες. Η σταθερότητα απαιτεί πειθαρχία, υπομονή και προσεκτικά βήματα και η ταχεία έξοδος από την κρίση απαιτεί έμπνευση,ρίσκο και καθαρές πολιτικές αποφάσεις χωρίς εκλογικούς ή άλλους υπολογισμούς.
Υποστηρίζουν πολλοί για παράδειγμα ότι δεν μπορούν να γίνουν άλματα ανάπτυξης, ούτε να υπάρξει επενδυτικό μπουμ χωρίς γενναία μείωση των φόρων, τουλάχιστον στα επιχειρηματικά κέρδη.
Μεταφέρεται χαρακτηριστικά από διεθνή επιχειρηματικά και επενδυτικά κέντρα ότι οι υποψήφιοι επενδυτές αλλάζουν συζήτηση όταν ακούνε ότι στην Ελλάδα οι επιβαρύνσεις από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές μπορούν να ξεπεράσουν το 50%. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν γνωρίζουν ότι ούτε η Δημόσια Διοίκηση, ούτε η Δικαιοσύνη μπορούν να εγγυηθούν ταχύτητα στην έκδοση των αποφάσεων ή στην επίλυση διαφορών.
Κάποιοι λοιπόν στη βάση των παραπάνω αμφισβητήσεων εκτίμησαν ότι για να αρθεί το φορολογικό αντικίνητρο για επενδύσεις θα πρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τα επιχειρηματικά κέρδη από το 29% στο 15% και η φορολογία επί των μερισμάτων να υποχωρήσει από το 15% στο 5%.
Ενδεχόμενη τέτοιας έκτασης φορολογική μείωση στα κέρδη των επιχειρήσεων θα αφαιρούσε από τα δημόσια ταμεία περίπου 900 εκατ. ευρώ.
Η επιδιωκόμενη ωστόσο δημοσιονομική σταθερότητα δεν επιτρέπει τέτοιο άλμα χωρίς εξασφάλιση αντισταθμιστικών μέτρων που θα έφερναν ανάλογα έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον μέχρι η γενναία μείωση των φόρων να αποδώσει και να φέρει το διεκδικούμενο αναπτυξιακό μπουμ το οποίο θεωρητικά θα υπερκάλυπτε ή έστω θα άμβλυνε τη «θυσία» των εσόδων.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι ποια είναι εκείνα τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν τα 900 εκατ. ευρώ για να μη διασαλευτεί η εξασφαλισθείσα με κόπους και θυσίες δημοσιονομική σταθερότητα; Η εκδοχή της αύξησης των έμμεσων φόρων μάλλον θα πρέπει να αποκλειστεί γιατί αντιστρατεύεται το στόχο της ανάπτυξης. Η περαιτέρω μείωση των μισθών και των συντάξεων επίσης θα βυθίσει εκ νέου την οικονομία στην ύφεση. Γενικώς το σκέλος των δαπανών δεν επιδέχεται εξοικονομήσεις τέτοιου μεγέθους γιατί σχεδόν το 90% των δαπανών είναι ανελαστικό. Οπότε απομένουν μόνο οι ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Κάτι που όμως έχει αποδειχθεί πολιτικά πολύ δύσκολο στην Ελλάδα.
Η ανταλλαγή φόρων με κρατική περιουσία θα μπορούσε να προσφέρει μια κάποια λύση στο σημερινό αδιέξοδο. Και μια ριψοκίνδυνη πολιτική ηγεσία θα μπορούσε πιθανώς να την επιλέξει. Αλλά για την ώρα καμία πολιτική δύναμη δεν φαίνεται έτοιμη για τόσο δυναμικά άλματα…
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ