Ηλίας Μαγκλίνης
Βγαίνεις έξω να φας και δεν μπορείς να μιλήσεις. Δεν μπορείς να ακούσεις τον άλλο και δεν μπορεί να σε ακούσει ο άλλος απέναντί σου. Γιατί; Διότι το trend είναι ένα εστιατόριο να έχει μουσική στη διαπασών. Μουσική νυχτερινού κλαμπ, μουσική γυμναστηρίου, κοινώς ντάπα – ντούπα, κι ενώ εσύ απλώς τρως ήσυχα στο τραπέζι σου. Κι όχι μόνον βράδυ. Πας Κυριακή πρωί σε ωραίο μέρος πίσω από την Κλαυθμώνος για το λεγόμενο brunch και η μουσική είναι εκκωφαντική (!). Εχεις προηγουμένως ζητήσει από το τηλέφωνο (είσαι πια υποψιασμένος) να σου κλείσουν τραπέζι έξω. Σου έχουν κλείσει μέσα. Και τους λες: «Μα πώς μπορεί κάποιος να φάει μέσα σε τόσο θόρυβο;». Η απάντησή τους είναι αφοπλιστική: «Μα, κοιτάξτε, τρώει τόσος κόσμος». Και έχουν δίκιο. Εσύ έχεις το πρόβλημα, όχι αυτοί. Εσύ είσαι λάθος.
Ή μήπως όχι; Φυσικά, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό με τη δυνατή μουσική στα εστιατόρια. Η μόδα των μπαρ-ρέστοραν δεν είναι μόδα, είναι κάτι περίπου αρχαίο. Δεν αναφέρομαι στα πιάνο-μπαρ εστιατόρια όπου κάποιος έρημος πιανίστας σου τσακίζει το νευρικό σύστημα με το α λα Ρίτσαρντ Κλάιντερμαν παίξιμό του, όσο στο παλιό, κλασικό πια «Rock’n’Roll» στο Κολωνάκι, για παράδειγμα.
Ομως το μπαρ ρέστοραν είναι (ήταν) κάτι πολύ συγκεκριμένο. Πήγαινες ξέροντας γιατί πας εκεί. Πλέον σχεδόν κάθε εστιατόριο που ανοίγει στην Αθήνα, νεανικό ή μη, από το λεγόμενο «ιστορικό κέντρο» έως το Παγκράτι, είναι, ατύπως, μπαρ-ρέστοραν – μάλλον κλαμπ-ρέστοραν. Κοινώς, θεωρείται αυτονόητο ότι θα τρως –θα προσπαθήσεις να φας– γκαρίζοντας στους συνδαιτυμόνες σου. Μετά το πέρας του γεύματος/δείπνου, το λαρύγγι σου θα σε γδέρνει λες και μόλις γύρισες από ποδοσφαιρικό ντέρμπι (και τα αυτιά σου θα βουίζουν λες και μόλις γύρισες από κλαμπ). Στα εστιατόρια σήμερα η μουσική προσφέρεται για αερόβια άσκηση κι ας τρως εσύ σαν ζόμπι ένα ρημαδο-φαγητό σε πλήρη αντίφαση με την όλη ατμόσφαιρα. Κι όμως, είναι γεμάτα κόσμο.
Το αυτό ισχύει και σε πολλά καφέ. Αν κάνετε μια βόλτα στην αλυσίδα των καφέ επί της Υμηττού στο Παγκράτι, απόγευμα, όχι βράδυ, θα διαπιστώσετε ότι είναι πολύ δύσκολο να κάνεις το αυτονόητο: να κουβεντιάσεις πίνοντας έναν ρημαδο-καφέ. Κι όμως, είναι γεμάτα κόσμο.
Το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Στο ασανσέρ της πολυκατοικίας της λογίστριάς μου, σε πάροδο της Ιπποκράτους, ακούγεται μουσική. Το γνωστό elevator music. Οπως στις λογής λογής αίθουσες αναμονής (εκεί, συχνά, κυριαρχεί πια η τηλεόραση).
Λένε πως η μουσική δεν είναι θόρυβος. Κι όμως, είναι· όταν είναι δυνατή και όταν είναι επιβεβλημένη. Θόρυβος είναι η κάθε περιττή πληροφορία. Η δυνατή μουσική σε εστιατόριο όμως, ειδικά εκεί, πραγματικά με ξεπερνάει. Και πλέον, ανεξαρτήτως της ποιότητας της κουζίνας, η μουσική γίνεται το υπ’ αριθμ. 1 κριτήριο για να πάω ή να μην πάω σε κάποιο εστιατόριο. Διότι θέλω να πάω σε εστιατόριο, όχι σε κλαμπ.
Γερο-παράξενος; Πείτε το όπως θέλετε. Το ότι μια ανωμαλία έχει περάσει, έχει διαδοθεί σαν κανονικότητα, δεν σημαίνει ότι πρέπει να την καταπίνουμε αμάσητη.
Πηγή: Καθημερινή