Κώστας Καλλίτσης
Τον τελευταίο καιρό πολλές πληρωμές που όφειλε να κάνει το Δημόσιο πηγαίνουν από αναβολή σε αναβολή. Κάθε μήνα, το υπουργείο Οικονομικών με καμάρι ανακοινώνει πως η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού εξελίσσεται θαυμάσια και, ειδικά, ότι οι εισπράξεις (πληθωριστικών) φορολογικών εσόδων υπερκαλύπτουν τους στόχους που είχαν τεθεί, αλλά στα κρατικά ταμεία δεν περισσεύει ρευστότητα. Αποτέλεσμα, η αναστολή πληρωμής αρκετών δαπανών ενώ άλλες μαθαίνουμε ότι ακυρώνονται.
Τα πράγματα στα δημόσια οικονομικά έχουν δυσκολέψει κι ίσως γίνουν ακόμη δυσκολότερα: Δύο, τουλάχιστον, προφανείς λόγοι ενισχύουν αυτήν την εκτίμηση: (α) Η αυστηρή επιτήρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από την Κομισιόν και οι ακόμη αυστηρότερες συστάσεις της ΕΚΤ στα κράτη της Ευρωζώνης να προχωρήσουν «άμεσα και μόνιμα» σε δημοσιονομική σύσφιγξη της τάξης του 2% του ΑΕΠ τους. (β) Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού περιορίζει τα έσοδα που εισπράττονται λόγω της πληθωριστικής ανόδου τιμών/ΦΠΑ αλλά κι από την άμεση φορολογία. Η έλλειψη χρημάτων έρχεται να υπενθυμίσει πόσο εύθραυστη είναι η όποια δημοσιονομική ισορροπία που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια – μια ισορροπία με έλλειμμα. Γιατί έχει επιτευχθεί με την αφαίμαξη των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και, ιδιαίτερα, της μισθωτής εργασίας, χωρίς ουσιαστική εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, ούτε στο σκέλος των εσόδων ούτε στο σκέλος των δαπανών. Αν, αντιθέτως, τα δημόσια οικονομικά είχαν εξυγιανθεί, δεν θα ήταν αναγκαία τέτοια αφαίμαξη για να επιτευχθεί δημοσιονομική ισορροπία. Θα ήταν, επίσης, σταθερή. Γιατί, όπως γνωρίζουν όλοι, και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, δεν είναι σταθερή μια ισορροπία που στηρίζεται στην επί μακρόν αδιαφορία για το κοινωνικό κράτος (π.χ. το ΕΣΥ) και στη χρόνια υπερφορολόγηση των γνωστών υποζυγίων.
Το δημοσιονομικό πρόβλημα, ωστόσο, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημοσιονομική πολιτική, αλλά και από το σύνολο της οικονομικής πολιτικής. Κι η ασκούμενη σήμερα, αξιοποιεί μεν το λεφτόδεντρο που λέγεται Ταμείο Ανάκαμψης για να βελτιώνει συγκυριακά τη θέση του ΑΕΠ στην παραδοσιακή καμπύλη, αλλά αδυνατεί να επιτύχει αυτό που είναι το μεγάλο ζητούμενο: Να μεταθέσει την ελληνική οικονομία σε ανώτερη καμπύλη, να αλλάξει την τροχιά της.
Τις προηγούμενες 10ετίες η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ ήταν 1% – ας μην ξεχνιόμαστε, πριν τη 10ετή κρίση δεν υπήρχε μια δυναμική, παραγωγική οικονομία στην οποία δεν έχουμε παρά να επιστρέψουμε, υπήρχε το μοντέλο παρασιτικού καπιταλισμού από το οποίο οφείλουμε να διαφύγουμε. Αν δεν το καταφέρουμε τότε, όπως όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν, στο 1% θα είναι πάλι η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το 2070. Σημειώστε: Αν δεν πιάνουμε 2% τουλάχιστον, θα είναι θέμα χρόνου να πέσουμε, πάλι, σε τοίχο.
Τα τελευταία χρόνια είχαμε ένα παράθυρο ευκαιρίας που παραμένει μισάνοιχτο, άγνωστο για πόσο. Για να το αξιοποιήσουμε, χρειάζεται ένα γενναίο restart. Διαθέτουμε, λέτε, τον φέροντα οργανισμό για κάτι τέτοιο; Η μεν κυβέρνηση εξαντλείται σε τακτικισμούς, με πιθανότερη επιδίωξη πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο. Η δε αντιπολίτευση αναμασά συνθήματα, απορροφημένη από «τα δικά της»…
Πηγή: Καθημερινή