Χαρίδημος K. Τσούκας
Τίποτα δεν θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα τη σοβαροφανή αμορφωσιά, την καφενόβια φρασεολογία και την παρεΐστικη νοοτροπία που δίνουν τον τόνο και σηματοδοτούν την κατάντια της χώρας, από το να έχει έναν άνθρωπο σαν τον Τσίπρα να την εκπροσωπεί διεθνώς.
Πηγαίνει σε συναντήσεις κορυφής με άλλους ηγέτες χωρίς γραβάτα, σα να επισκέπτεται κομματική εκδήλωση, δεξίωση βάπτισης ή δείπνο φιλικού ζευγαριού.
Αδυνατεί να κάνει τις απαραίτητες διακρίσεις μεταξύ κοινωνικών συμφραζομένων (social contexts) και την ανάγκη που προκύπτει για διαφορετική ενδυμασία.
Δεν καταλαβαίνει ο κακόμοιρος ότι (και) το ρούχο σηματοδοτεί – δεν τους τα έμαθαν ποτέ στην ΚΝΕ αυτά, ενώ η «πολιτική επανάσταση» του Μάο, που τόσο θαύμαζε εκ τους ασφαλούς, του δίδαξε ότι η γραβάτα είναι αστική πολυτέλεια. (Οι «ταξικές» του αντιλήψεις δεν τον αποτρέπουν να στέλνει τα παιδιά του στο ακριβότερο ιδιωτικό σχολείο της χώρας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει αγγλικά και ντρέπεσαι για λογαριασμό του – πρόκειται για εκείνο το συναίσθημα ντροπής (embarrassment για την ακρίβεια) που νοιώθεις όταν ένας στενός συγγενής σου είναι μισομεθυσμένος ή πέρδεται σε μια κοινωνική εκδήλωση.
Ο αμοραλιστής εαυτός του δεν φαίνεται μόνο από τα αναρίθμητα ψέματα που έχει πει και την ασύστολη δημαγωγία του, αλλά και από την απουσία του αισθήματος ντροπής. (Η βίωση της ντροπής δηλώνει άτομο με στοιχειώδη ηθική συγκρότηση, λένε οι ηθικοί φιλόσοφοι). Ο Τσίπρας δεν δείχνει να έχει μάθει να βιώνει αυτό το συναίσθημα (πρόκειται για ένα «bourgeois feeling»), γι’ αυτό και δεν κοκκινίζει ούτε, έστω, αυτοσαρκάζεται, όπως θα κάναμε οι περισσότεροι αν λέγαμε το απίστευτο «we have eaten the camel, now we must eat the queue». Δεν γνωρίζουμε την οικογενειακή ανατροφή του, αλλά η πολιτική αγωγή του δεν έχει καλλιεργήσει τέτοιου είδους συναισθηματική ευφυία.
Δεν απέκτησε τη μετα-γνωστική (meta-cognitive) ικανότητα να ξέρει ότι δεν ξέρει. Επιμένει να συνδιαλέγεται στα αγγλικά σε διεθνείς εκδηλώσεις, χωρίς να τον ενοχλεί η αυτο-γελοιοποίησή του, αν και, ομολογουμένως, παρέχει πολύτιμο παιδαγωγικό υλικό σε δασκάλους και γονιούς. (Οταν θέλω να πειράξω τις κόρες μου για τα Αγγλικά τους, με την προσδοκία ότι θα φιλοτιμηθούν να τα βελτιώσουν, τους λέω «ελάτε τώρα, αυτά είναι αγγλικά Τσίπρα, μπορείτε πολύ καλύτερα». Σε ευχαριστώ Αλέξη.).
Η συναισθηματική ακηδία του δεν παράγει έπαρση αλλά, εδώ είναι το ενδιαφέρον, συνοδεύεται με εκείνη τη γλώσσα του σώματος που προδίδει είτε υπερβολική χαλαρότητα (ελαφρά πλήξη και αδιαφορία – π.χ. συνάντηση με τον Ομπάμα), είτε το διαρκές χαμόγελο του ανθρώπου που θέλει να αρέσει στο συνομιλητή του (συνάντηση με Τραμπ).
Ο άνθρωπος που κατέχει το σημαντικότερο αξίωμα στη χώρα αισθάνεται άνετα στην καφετέρια (ή στην καντίνα του κόμματός του, καλύτερα), να κάνει πλάκα με την παρέα του (ή τους «συντρόφους» του), και να παπαρολογεί περί παντός απλωμένος σε τέσσερεις καρέκλες. Δυσκολεύεται, όμως, να αναπτύξει ένα συγκροτημένο επιχείρημα με βάθος, να πάρει συνεπείς αποφάσεις, να σταθεί με κύρος (πόσο μάλλον να διαλεχθεί και να διαπραγματευθεί) απέναντι στους ομοτέχνους του, στο αυστηρώς χορογραφημένο περιβάλλον της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής.
Φαντάζεστε πώς τον βλέπουν οι υπόλοιποι; Αν είσαι η Λαγκάρντ λ.χ. δεν θα νοιώσεις ότι έχεις απέναντί σου έναν γραφικό ανατολίτη που τα μισά που του λες δεν τα καταλαβαίνει, αλλά κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι, μιλά πεζοδρομιακά αγγλικά που δεν κατανοείς, και, για να κρύψει την άγνοιά του, διαρκώς χαμογελά;
Η ηγεσία αποτυπώνεται τόσο στη γλώσσα όσο και στην εκφραστική του σώματος. Δεν είναι τυχαίο ότι μιλάμε μεταφορικά για ηγετικό ανάστημα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα τη σοβαροφανή αμορφωσιά, την καφενόβια φρασεολογία και την παρεϊστικη νοοτροπία που δίνουν τον τόνο στα πανεπιστήμια, τα κόμματα, και τους δημόσιους οργανισμούς, σηματοδοτώντας, εν τέλει, την κατάντια της χώρας, από το να έχει έναν άνθρωπο σαν τον Τσίπρα να την εκπροσωπεί διεθνώς.
Μην θυμώνετε, όμως, συμπολίτες μου: όσοι τον ψηφίσατε (δύο φορές μάλιστα…) είδατε στην εικόνα του κάτι από τον δικό σας εαυτό… Ελπίζω, εσείς τουλάχιστον, να ντρέπεστε!
* Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick
Πηγή: Protagon