Μαρία Κατσουνάκη
Νησί των βορείων Σποράδων. Δεν είναι το μόνο, γι’ αυτό δεν έχει νόημα να το κατονομάσουμε. Σε αυτές τις ανεξέλεγκτες κούρσες φοροδιαφυγής που διεξάγονται σε όλη την Ελλάδα από το ένα άκρο στο άλλο, και τον μήνα Αύγουστο πυκνώνουν για να καλύψουν τα τελευταία χιλιόμετρα του αδήλωτου κέρδους, είναι πολλοί οι συμμετέχοντες, οι ρόλοι, οι διαθέσεις.
Κάθε Αύγουστο εδώ και χρόνια, έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, μαζί με αναρτήσεις γνωστών και αγνώστων στο Διαδίκτυο, επισημαίνουν το μέγεθος της φοροδιαφυγής σε τουριστικές περιοχές. Προχθές κιόλας ρεπορτάζ στην οικονομική «Κ» κατέγραφε περιστατικά μεγάλης φοροδιαφυγής σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που προέκυψαν από ελέγχους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Στον πρόλογο ήδη του ρεπορτάζ αναδεικνυόταν το ανεπίλυτο της υπόθεσης: «Δεν συμμορφώνονται ούτε κι όταν γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο στόχαστρο των φοροελεγκτικών μηχανισμών».
Ας επιστρέψουμε όμως στη μικρογραφία μιας παρέας παραθεριστών στο όμορφο νησί των Β. Σποράδων, που επειδή έρχονται κάθε καλοκαίρι, εδώ και χρόνια, στο ίδιο μέρος, είναι σε θέση να χαρτογραφήσουν παραλλαγές συμπεριφοράς πάνω στο ίδιο μοτίβο. Παράδειγμα: η μάχη για τις αποδείξεις μαίνεται ακόμη, ενώ θα έπρεπε να είναι ήδη παρελθόν εφόσον, από φέτος, προστέθηκε η υποχρέωση του εστιάτορα, καταστηματάρχη κ.ο.κ. να διαθέτει μηχάνημα POS για τις συναλλαγές και η δυνατότητα του πελάτη να πληρώνει με κάρτα.
Εδώ, λοιπόν, με θέα «το απέραντο γαλάζιο και τον ρυθμικό ήχο του κύματος», όπως θα ’λεγε και ο ποιητής, αναδύθηκε και ένα, νέο, νανούρισμα. Κάτι σαν χορικό αρχαίας κωμωδίας – παρωδίας, με δεδομένους στίχους αλλά αυξανόμενο αριθμό μελών. Πρώτα, οι στίχοι: «Εχουμε κάνει αίτηση στην τράπεζα για το μηχάνημα, αλλά δεν το έχουμε ακόμη παραλάβει».
Η πλειονότητα των μικροεπιχειρηματιών του νησιού επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια ρυθμικά, με θαυμαστή ακρίβεια, σε κάθε αίτημα πελάτη να πληρώσει τον λογαριασμό με κάρτα. Οι πελάτες, τώρα. Αλλοι το αποδέχονται με μουρμούρα και δυσφορία – αλλά το αποδέχονται. Κάποιοι σπεύδουν, με την πρώτη άρνηση, να δώσουν μετρητά, αντιδρώντας μοιρολατρικά σχεδόν στην παρανομία του μαγαζάτορα. Ισως και ενοχικά, ότι έφεραν σε δύσκολη θέση τον «καημένο επιχειρηματία που ένα μήνα έχει όλο κι όλο για να καλύψει τα έξοδα της χρονιάς». Υπάρχει και μία τρίτη κατηγορία, των επίμονων, που παρακάμπτουν τα εμπόδια και τις στερεότυπες απαντήσεις – δικαιολογίες, προκαλώντας εκνευρισμό και, φυσικά, αδιέξοδο. Διότι ο επιχειρηματίας σαφώς φοροδιαφεύγει αλλά θεωρεί την πράξη του σχεδόν επιβεβλημένη λόγω της κυβερνητικής φοροεπιδρομής. Σπάνια, ξεσπούν καβγάδες που καταλήγουν στην αποχώρηση του πελάτη χωρίς να καταβάλει το αντίτιμο, ζητώντας ένα λογαριασμό τραπέζης για να το καταθέσει. Κι εδώ ξεκινάει το επόμενο κεφάλαιο του καλοκαιρινού διηγήματος «POS είπατε; Από του χρόνου». Προσκομίζεται τελικά τραπεζικός λογαριασμός άσχετος προς τον ιδιοκτήτη και έτσι αποκαλύπτεται ότι ουδέποτε έγινε αίτηση για POS…
Με αυτά και με εκείνα οι ημέρες περνούν, οι παρέες διχάζονται, οι σχέσεις δοκιμάζονται, όλο και περισσότεροι προορισμοί διαγράφονται από τη λίστα (ως μη διαθέτοντες POS), όλο και περισσότεροι αποκλεισμοί εδραιώνονται. Οι ξένοι τουρίστες δεν κατανοούν αλλά δεν δίνουν και πολλή σημασία –περαστικοί είναι–, οι Ελληνες αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον θυμό και στη συνενοχή (ιδίως στα μικρά μέρη). Η κυβέρνηση από τη μία επιβάλλει αδιανόητους φόρους από την άλλη κλείνει και το μάτι με κατανόηση στους φοροδιαφεύγοντες. Οσο αυξάνεται η πίεση πολλαπλασιάζονται οι αντιστάσεις, η υποκρισία ενδύεται τη νομιμότητα και όλοι προσποιούνται ότι βρίσκονται σε ένα μεταβατικό, προς διευθέτηση, στάδιο. Ετσι γίνεται με τις μεταρρυθμίσεις. Μετατίθενται για του χρόνου, διαρκώς για τον επόμενο χρόνο. Εν τω μεταξύ, όσοι διεκδικούν το αυτονόητο, τη νομιμότητα δηλαδή, φαντάζουν όλο και πιο περίεργοι, όλο και πιο δυσάρεστοι, όλο και πιο ξένοι.
Πηγή: Καθημερινή