Στέφανος Κασιμάτης
Παλιά το δημοσιογραφικό στερεότυπο ήταν «καλοκαιρινή ραστώνη». Σήμερα λίγοι καταλαβαίνουν τη δεύτερη λέξη και ακόμη λιγότεροι συμβουλεύονται τα λεξικά· οπότε ας το πούμε καλοκαιρινή χαλαρότητα – ει δυνατόν με το λάμδα υγρό και παχύρρευστο. Αυτή τη χαλαρότητα ήλθε να ταράξει ο Τσίπρας με την τηλεοπτική συνέντευξή του προ εβδομάδος: θύμισε σε όσους προσπαθούσαμε να το ξεχάσουμε (προσωρινώς έστω) με τι έχουμε μπλέξει.
Η κυβέρνησή του, είπε, θα υπερασπιστεί το δικαίωμα και του τελευταίου (σ.σ.: αναρχικού) πολίτη να κρίνει τις δικαστικές αποφάσεις από τη σκοπιά του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Οταν όμως μια οποιαδήποτε κυβέρνηση, πόσο μάλλον η δική του, υιοθετεί και αναπαράγει την αντίληψη των φίλων της Ηριάννας (ελπίζω με δύο νι…) για το κοινό περί δικαίου αίσθημα, τότε η ίδια γίνεται μεγάφωνο των αντιλήψεων αυτών και η υπεράσπιση μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε πίεση προς τη Δικαιοσύνη. Οπως το κατάλαβα εγώ τουλάχιστον, με τις σχετικές αναφορές του στη συνέντευξη, ο Τσίπρας επιχειρεί όχι απλώς να δικαιολογήσει, αλλά να «νομιμοποιήσει» τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη. Δεν τελειώσαμε, δηλαδή, με τον πόλεμο που εξαπέλυσαν ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του στο «θεσμικό εμπόδιο» (προφανώς για τον σοσιαλισμό). Στην πραγματικότητα, έχουμε μόλις ξεκινήσει.
Με την πολιτική αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αναβιώνει το πνεύμα των «Αγανακτισμένων» της πλατείας και μάλιστα το εισάγει με κάθε επισημότητα στην κυβέρνηση. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα που επικαλείται δεν είναι παρά η έκφανση του λαϊκισμού στον χώρο της νομικής επιστήμης· χειραγωγείται εύκολα από τους δημαγωγούς και δηλητηριάζει μακροπρόθεσμα τη θεσμική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Σε τελική ανάλυση, η επικράτησή του οδηγεί στη σχετικοποίηση της έννοιας του δικαίου· και όταν όλα είναι σχετικά, τότε ανοίγει ο δρόμος για να επιβάλει την άποψή του ο πιο αδίστακτος. Στην περίπτωση της Ηριάννας, λ.χ., το υποτιθέμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα υπολογίζεται σε σπασμένα εμπορικά καταστήματα.
Το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να εμποδίσει τη «Μαδουροποίηση» των θεσμών που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα, καθώς τα ποσοστά του καταρρέουν στις δημοσκοπήσεις και η εκλογική ήττα προβάλλει πλέον ως βεβαιότητα. Ποιος θα τους εμποδίσει, αν δοκιμάσουν θεσμικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, ανάλογες εκείνων που επιχειρούνται τώρα στην Πολωνία;
Οφείλουμε πολλά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητούσε τα οφέλη για τη χώρα από τη συμμετοχή μας σε αυτή. Από τον συγκεκριμένο κίνδυνο, όμως, δεν μπορεί να μας σώσει. Το έθεσε πολύ γλαφυρά, σε σχετική συζήτηση που είχα μαζί του προσφάτως, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Ε.Ε., αν και η ευπρέπεια επιβάλλει να παραλείψω την κρίσιμη λέξη που δίνει την παραστατικότητα στη διατύπωσή του: «Η Ευρώπη σε *** μέχρι να γίνεις μέλος. Επειτα όμως, ο έλεγχος είναι σχεδόν ανύπαρκτος».
Σχεδόν, διότι υπάρχει το άρθρο 7, που πρωτοεμφανίστηκε στη Συνθήκη του Αμστερνταμ το 1999, για να αντιμετωπιστεί τότε το φαινόμενο Χάιντερ στην Αυστρία και, τώρα, το βλέπουμε να ενεργοποιείται στην περίπτωση της Πολωνίας. Μάλιστα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποιούν –ίσως με περισσότερο αυτοσαρκασμό από όσο θα ταίριαζε στην περίσταση– ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να λάβει μέτρα «ακόμη και στην περίοδο των διακοπών»! Εύγε τους, αλλά το πρώτο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 7 είναι η «επίπληξη» (αυστηρή, υποθέτω), για την οποία απαιτείται πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων του Κοινοβουλίου. Για το δεύτερο και σοβαρότερο, όμως, που είναι η στέρηση του δικαιώματος ψήφου, απαιτείται ομοφωνία των χωρών και η Ουγγαρία έχει ήδη εκφράσει ευθέως τις αντιρρήσεις της για την στάση των Βρυξελλών στο θέμα της Πολωνίας.
Συνεπώς, πεδίον δόξης λαμπρόν ανοίγεται για τον ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρώπη δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να μας σώσει. Η υπεράσπιση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα εναπόκειται στην αντιπολίτευση και μόνο. Ας μη γελιόμαστε· μόνον ο εαυτός μας μπορεί να μας σώσει από τον εαυτό μας…
Πηγή: Καθημερινή