Χαρίκλεια Μυττά
Η παρακμή που βιώνει το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ξέσπασε ως κεραυνός εν αιθρία. ΄Ηταν αναμενόμενη μετά από όλες τις πολιτικές και κομματικές επεμβάσεις στη λειτουργία του σχολείου, από συστάσεώς του –τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο των σπουδών. Και αυτό γιατί το κόμμα προηγήθηκε των επιστημόνων και η κάθε αλλαγή εξυπηρετεί, κάθε φορά, την εκάστοτε κομματική τοποθέτηση, ακόμα και στο γλωσσικό ζήτημα, το οποίο ποτέ δεν έπαψε να μας απασχολεί…
Το μεγάλο και πρώτο θύμα είναι η γλώσσα στην ενιαία της μορφή. Κατά τη μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, διαπιστώνουμε ότι ο μαθητής δυσκολεύεται ή αδυνατεί ή δεν κατανοεί (πώς) να συνδέσει λόγιες λέξεις ή λέξεις της νεοελληνικής που χρησιμοποιούμε καθημερινά με την αρχαία λέξη, από την οποία προκύπτουν ή με την οποία σχετίζονται, ενώ διαθέτει όχι μόνο ένα εξαιρετικά περιορισμένο λεξιλόγιο, αλλά και μια αδυναμία τόσο στην απομνημόνευση ενός ολιγόστιχου κειμένου όσο και στην αναπαραγωγή του, χρησιμοποιώντας τις δικές του συνθετικές δυνατότητες.
Αυτή η λεξιπενία συνεχίζεται και στο Λύκειο με έντονο το αποτύπωμα στον γραπτό λόγο. Η αδυναμία της επιχειρηματολογίας κάνει τα δοκίμιά του, τα οποία πια μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, να διακρίνονται από μια ισοπεδωτική ομοιομορφία, στειρότητα απόψεων και αδυναμία χειρισμού του λόγου.
Η “γλωσσική αφασία” των παιδιών προκύπτει από τη γλωσσική πενία των ενηλίκων. Δίνουμε στα παιδιά ότι έχουμε, ότι γνωρίζουμε και ότι μπορούμε… Από κοντά, η πολιτεία η οποία ενώ υποτίθεται ότι κόπτεται για την «παιδεία του λαού» -με ό,τι αυτή συνεπάγεται- είναι αυτή που δίνει τη χαριστική βολή στις δυνατότητες της εκπαίδευσής τους.
Όταν περιορίζουμε τις εξετάσεις σε τέσσερα μόνο μαθήματα και ακρωτηριάζουμε το γλωσσικό μάθημα αποσυνδέοντας την αρχαία μορφή της γλώσσας από τη νέα ενώ πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενιαίο μάθημα,* τους στερούμε τη δυνατότητα να βιώσουν τη χαρά της γνώσης και να θελήσουν να την διευρύνουν. Αν δεν έχουν διδαχτεί σωστά τα αρχαία, στο Γυμνάσιο, πώς θα τα παρακολουθήσουν στο Λύκειο όταν θα πρέπει, για πρώτη φορά, να εξεταστούν;
Κατά συνέπεια, η αδυναμία των Πανεπιστημίων να απορροφούν τόσους φοιτητές όσους στέλνει κάθε φορά το Υπουργείο για λόγους ψηφοθηρικούς, θα αντιμετωπιστεί έν τοις πράγμασι, de facto, χωρίς να χρειαστεί αλλαγή της θέσης του Υπουργείου επειδή το ίδιο το σύστημα θα έχει γίνει τόσο επιλεκτικό ώστε οι ξένοι φοιτητές, κάποια στιγμή, θα είναι περισσότεροι από τους γηγενείς που θα στρέφονται πια, μαζικά, σε τεχνικά επαγγέλματα όχι γιατί σε αυτά θα έχουν κλίση ή περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης αλλά γιατί η Πολιτεία αυτή τη μορφή εκπαίδευσης θα τους έχει προβάλει εξ επαλών ονύχων, χωρίς εναλλακτική λύση και δυνατότητα επιλογής.
Πώς να διαλέξουν κάτι άλλο όταν δεν θα το έχουν γνωρίσει;
Έτσι θα γίνει και εδώ αυτό που γίνεται αλλού, σε ξένα Πανεπιστήμια: οι θύρες των Α.Ε.Ι. θα γίνουν la porte étroite** για λίγους και εκλεκτούς των οποίων οι γονείς θα έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν και να πληρώσουν την εκλεκτή εκπαίδευση σε άλλους παρόχους!
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ