Νίκος Μπακουνάκης
Η πανωλεθρία της Επιδαύρου, η εκ του πονηρού διάταξη για τα πνευματικά δικαιώματα, ο Μάιος με τις διαδοχικές γκάφες, η βεβαία χρονολόγηση του μνημείου της Αμφίπολης και οι ατέλειωτες ουρές στους αρχαιολογικούς χώρους
Μια μικρή παρέα δειπνεί στο εστιατόριο «Αττικός», απέναντι από την Ακρόπολη, μετά την παράσταση του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στη «Στέγη». Δεν δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τα διάσημα μέλη της. Ανάμεσά τους ο αμερικανός σκηνοθέτης Μπομπ Γουίλσον και η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου.
Ο Γουίλσον δεν κρύβει τη λατρεία του για την ηθοποιό Κονιόρδου, μια σχέση που αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε στη διάρκεια της προετοιμασίας και των παραστάσεων της «Οδύσσειας» στο Εθνικό Θέατρο, επί διοικήσεως Χουβαρδά. Η υπουργός μοιάζει ευτυχισμένη δίπλα στον κ. Γουίλσον. Ισως γιατί εκεί είναι περισσότερο ηθοποιός.
Το παράδοξο με την κυρία Κονιόρδου είναι ότι αισθάνεται άνετα ως ηθοποιός αλλά καθόλου άνετα ως υπουργός – όπως τεκμαίρεται από τις δημόσιες παρουσίες της. Αλλωστε είναι η μόνη υπουργός Πολιτισμού που τις πρώτες ημέρες της θητείας της το πρωί ήταν στο γραφείο της στη Μπουμπουλίνας και το βράδυ έπαιζε στο θέατρο. Δεν είχε ξαναγίνει. Το είχαμε θεωρήσει τότε ως ακόμη μία παραδοξότητα ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι την περασμένη Δευτέρα, 17 Ιουλίου, η κυρία Κονιόρδου εμφανίστηκε κυρίως «ως άνθρωπος της τέχνης», όπως η ίδια είπε, στα εγκαίνια της αριστουργηματικής έκθεσης του Ιδρύματος Ωνάση «Emotions, Ενας κόσμος συναισθημάτων» στο Μουσείο της Ακρόπολης. Αρχισε, μάλιστα, τη φιλολογική και καθόλου πολιτική ομιλία της απαγγέλλοντας Ομηρο: «Μήνιν άοιδε θεά Πηλιάδεω Αχιλλήος…». Η μήνις είναι βεβαίως του πολιτισμού. Γιατί αν η κυρία Κονιόρδου δεν αισθάνεται άνετα ως υπουργός Πολιτισμού, και ο Πολιτισμός δεν πρέπει να αισθάνεται άνετα με την κυρία Κονιόρδου.
Λόγω επαγγέλματος, το θέατρο θα έπρεπε να ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος πολιτικής για την κυρία Κονιόρδου. Η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο. Το Θεατρικό Μουσείο, με τους απίστευτους θησαυρούς της θεατρικής μνήμης μας, έχει καταρρεύσει. Και η αντίδραση της υπουργού Πολιτισμού ήταν η δυσαρέσκεια, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, για τη συνάντηση που είχαν άνθρωποι της διοίκησης του Μουσείου, ο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος και ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Σταμάτης Φασουλής, με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη.
Χορηγίες: λίγα σε όλους
Στις θεατρικές χορηγίες, η κυρία Κονιόρδου φαίνεται ότι θα ακολουθήσει το παλαιό αλλά οπωσδήποτε παλαιοκομματικό και ατελέσφορο σχήμα «λίγα σε όλους», όπως μαθαίνουμε από μέλος της επιτροπής χορηγιών. Ετσι επιλέγει να τα έχει με όλους καλά, όχι όμως και με το ίδιο το θέατρο. Οπωσδήποτε με τη θητεία της συνδέεται και συμπίπτει η πανωλεθρία της Επιδαύρου, του εμβληματικότερου θεατρικού φεστιβάλ της χώρας, μολονότι δεν ευθύνεται η ίδια για τον προγραμματισμό. Η δήλωση του καλλιτέχνη Τζίμη Πανούση, πρωταγωνιστή σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, ότι θα κάνει την Επίδαυρο Γιουροβίζιον χαρακτηρίζει ανεπανόρθωτα το εφετινό Φεστιβάλ, το οποίο ξεκίνησε μέσα σε γενική αδιαφορία. «Είναι τραγικό να περιμένουμε τον Πανούση μήπως και γίνει κάτι στην Επίδαυρο» σχολίαζε βετεράνος της θεατρικής τέχνης.
Χλιαρά ξεκίνησε το Φεστιβάλ με την επανάληψη των «Επτά επί Θήβας» από το ΚΘΒΕ. Χλιαρότερα συνεχίστηκε με τον «Οιδίποδα» του Κώστα Καζάκου. Μάλιστα ο Καζάκος, ο οποίος μπήκε στον αρχικό προγραμματισμό με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, εμφανίστηκε τελικά στην Επίδαυρο με παραγωγό μια εταιρεία μεταφορών, τη Venus AE. Δεν έχει ξαναγίνει. Το αποκορύφωμα ήρθε την περασμένη εβδομάδα, με τη μη παράσταση των «Βακχών» από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, διαρκείας μόλις 1.10′. «Οκτώ μυρμήγκια μέσα στο Αρχαίο Θέατρο» όπως σχολίασε γνωστός σκηνοθέτης. Γενικότερα το Ελληνικό Φεστιβάλ θύμιζε εφέτος λαϊκό σουπερμάρκετ. Πολλά ψιλικά [μια ανάβαση στον Λυκαβηττό, μια κλειστοφοβική παράσταση σε λεωφορείο, ένα λαϊκό πανηγύρι στην Επίδαυρο(!), μια ξενάγηση στον Εθνικό Κήπο κ.λπ.] και ανάμεσά τους ένα καλό χαμόν ή ένα φίνο ζαμπόν Αρδεννών. Αλλά ασφαλώς η Επίδαυρος, όπου όλα ακούγονται, δείχνει την έλλειψη πολιτικής και βασικών γραμμών πλεύσης για τους μεγάλους οργανισμούς, ανάμεσα στους οποίους και το Ελληνικό Φεστιβάλ. Δεν ευθύνεται μόνο η κυρία Κονιόρδου. Αλλά η ίδια, στους εννέα μήνες της θητείας της, φαίνεται ότι συνεχίζει την ελλειμματική πολιτική των προκατόχων της. Εκεί και ως έτυχεν.
Κοινοβουλευτική πανωλεθρία
Ελάχιστες μέρες έχουν περάσει από την κοινοβουλευτική και πολιτική πανωλεθρία της υπουργού Πολιτισμού. Εφερε στη Βουλή μια διάταξη και την πήρε πίσω. Εμφανίστηκε απροετοίμαστη και δεν μπόρεσε να την υπερασπιστεί. Η διάταξη του άρθρου 67 στο νομοσχέδιο για τα πνευματικά δικαιώματα, που εισήχθη με τη διαδικασία του επείγοντος για να αποφευχθεί προηγούμενη διαβούλευση, προέβλεπε τη δυνατότητα υλοποίησης μελετών στο πλαίσιο προγραμματικών συμβάσεων του υπουργείου με τρίτους (δήμους, περιφέρειες αλλά και νομικά πρόσωπα) χωρίς τον έλεγχο και τη γνωμοδότηση των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων του υπουργείου.
Η διάταξη θεωρήθηκε αντισυνταγματική και ύποπτη, που θα άνοιγε τον δρόμο για χαλαρότερη ή μηδαμινή προστασία σε αρχαιολογικούς χώρους και κηρυγμένα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Εναντίον της ξεσηκώθηκε η αντιπολίτευση, αλλά και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Ξυδάκης, πρώτος υπουργός Πολιτισμού στις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και ο Νίκος Φίλης. Και καθώς ο αρχαιολογικός νόμος θεωρείται από τους καλύτερους στην Ευρώπη και από τους αποτελεσματικότερους στην προστασία των μνημείων, η εσπευσμένη εισαγωγή αυτής της διάταξης θεωρήθηκε εκ του… πονηρού. Εκείνες τις ημέρες ακούστηκε, χωρίς να διαψευστεί, ότι ανάμεσα στους «αποδέκτες» αυτής της διάταξης ήταν και ένας πρώην υπουργός του ΠαΣοΚ, με δράση στους αρχαιολογικούς χώρους, πολύ φίλος της κυρίας Κονιόρδου. Συνταξιούχος αρχαιολόγος, που υπήρξε μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, μας είπε ότι «είναι πάντα δικλίδα ασφαλείας να περάσει μια μελέτη από το ανώτατο συμβούλιο». Και ότι «το ΚΑΣ είχε πάντοτε λόγο στις προγραμματικές συμβάσεις. Με το να ακυρώνεις αυτόν τον έλεγχο, μειώνεις την αντικειμενικότητα και την εγκυρότητα των συμβάσεων».
Η διάταξη 67 και η άτακτη υποχώρηση αποκάλυψαν και τις βαθιές αντιπαραθέσεις και τα εσωτερικά μαχαιρώματα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στις συνιστώσες του. Φαίνεται όμως ότι η υπουργός δεν πήρε είδηση απ’ όλα αυτά. Με δελτίο Τύπου κατόπιν εορτής, δηλαδή μετά την απόσυρση της διάταξης, γνωστοποίησε ότι επρόκειτο περί «παρεξηγήσεως». Η κυρία Λυδία Κονιόρδου έχει περίεργη σχέση με τα δελτία Τύπου. Κάθε επόμενο ακυρώνει ένα προηγούμενο και κάνει ακόμη πιο έκδηλες τις γκάφες της, την αβελτηρία ή τις παραλείψεις της ηγεσίας του υπουργείου. Αυτό φυσικά μπορεί να είναι και θέμα συμβούλων. Είναι κοινό μυστικό ότι το υπουργείο πάσχει από έλλειψη έμπειρων και αποτελεσματικών υπουργικών συμβούλων.
Γκάφες και «αυτονόμηση»
Ο Μάιος ήταν ο μήνας της γκάφας για την υπουργό. Στις αρχές Μαΐου η κυρία Κονιόρδου είχε αναπέμψει προς επανεξέταση την απόφαση περί μη κήρυξης ως διατηρητέων ορισμένων κτιρίων στο Ελληνικό. Αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί, καθώς η αναπομπή δεν είχε νομική βάση. Η αναπομπή θα ήταν ισχυρή αν είχε διαπιστωθεί πλάνη του Συμβουλίου που εισηγήθηκε τη μη κήρυξη και αν είχαν εμφανιστεί νέα στοιχεία προς αξιολόγηση. Τίποτε απ’ αυτά δεν συνέτρεχε. Η κυρία Κονιόρδου ήταν σε προφανή διάσταση με την κυβέρνηση, που έδινε γη και ύδωρ για την εξέλιξη της επένδυσης στο Ελληνικό. Προφανώς όχι συνειδητή διάσταση, αλλά τυχαία και χαοτική. Ετσι εξηγείται η ευκολία με την οποία η υπουργός παίρνει πίσω τις διατάξεις και τα σχέδια αποφάσεων που ετοιμάζει. Θέμα συμβούλων; Ελλειψη πολιτικού κριτηρίου; Αδυναμία κατανόησης του τάιμινγκ; Παρορμητική συμπεριφορά; Το σίγουρο είναι ότι η κυρία Κονιόρδου ήθελε να φανεί αρεστή σε μια επιτροπή αγώνα που ζητούσε να επανεξεταστεί η κήρυξη κάποιων κτιρίων του Ελληνικού ως διατηρητέων για να καθυστερήσει η εξέλιξη της επένδυσης. Το Ελληνικό είναι μια «εμμονή ΣΥΡΙΖΑ», όπως φάνηκε και στην περίοδο Μπαλτά.
Τον ίδιο μοιραίο μήνα η υπουργός Πολιτισμού χαρακτήρισε με βεβαιότητα το μνημείο στην Αμφίπολη «μακεδονικό». Είναι γνωστό ότι η χρονολόγηση του μνημείου στον λόφο Καστά έχει αποδειχθεί μείζον πολιτικό θέμα, από την εποχή ακόμη της κυβερνήσεως Σαμαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε με αμηχανία την ανασκαφή και είναι δεδομένες οι κακές σχέσεις της ηγεσίας του υπουργείου με την αρχαιολόγο της ανασκαφής κυρία Περιστέρη, που τη θεωρούν «δεξιά». Η βεβαιότητα της υπουργού για τη χρονολόγηση του μνημείου δημιούργησε τεράστια αναταραχή. Και κατά την προσφιλή μέθοδο των δελτίων Τύπου, επιχειρήθηκε η αποκατάσταση της γκάφας με ένα νέο δελτίο, το οποίο επιδείνωσε όμως τα πράγματα. «Η υπουργός θα τοποθετηθεί επί της χρονολόγησης αφού προηγηθεί η οριστική και συστηματική τεκμηρίωση της ανασκαφής» διαβάσαμε έκπληκτοι. Μα δεν είναι δουλειά της υπουργού να «τοποθετείται(!) επί της χρονολόγησης». Αυτό είναι θέμα των επιστημόνων. Η υπουργός είναι για να ασκεί διοίκηση και να χαράζει πολιτικές και όχι να παρεμβαίνει, ως μη όφειλε, σε καθαρά επιστημονικά θέματα.
Οι μεγάλες τρύπες
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας που η υπουργός εγκαινίασε την έκθεση στο Μουσείο της Ακρόπολης, μια μεγάλη ουρά σχηματιζόταν στην οδό Θρασύλλου στην Πλάκα, εκεί που είναι η είσοδος για το διονυσιακό θέατρο. Την επόμενη ημέρα εικόνες από την Κνωσό, με τεράστιες ουρές τουριστών να περιμένουν να μπουν στον αρχαιολογικό χώρο, έκαναν τον γύρο του κόσμου. Οπως διαβάσαμε σε κρητικά μέσα ενημέρωσης, εκείνη την ημέρα λειτουργούσε μόνο ένα εκδοτήριο εισιτηρίων σε έναν από τους δημοφιλέστερους αρχαιολογικούς χώρους. Αιτία του πανικού; Η απουσία ηλεκτρονικού εισιτηρίου, που θα μπορούσε να αποσυμφορήσει την είσοδο στους αρχαιολογικούς χώρους αλλά και να προκαλέσει κατακόρυφη αύξηση των εσόδων.
Το ηλεκτρονικό εισιτήριο μαζί με την αναδιάρθρωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων είχε παρουσιαστεί ως ιερό δισκοπότηρο την εποχή της θητείας του Νίκου Ξυδάκη στην οδό Μπουμπουλίνας. Εχουν περάσει περισσότερο από δύο χρόνια και δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος στο θέμα. «Η υπόθεση σαπίζει» όπως είπε χαρακτηριστικά στέλεχος του ΤΑΠ. Η κυρία Κονιόρδου φαίνεται ότι κρατάει τα σχετικά έγγραφα στα συρτάρια της και ότι δεν έχει καμία διάθεση να αγγίξει το θέμα. Φυσικά είναι ένα θέμα επώδυνο, καθώς κρύβει τη χρόνια αντιπαράθεση των αρχαιοφυλάκων με το υπουργείο. Οι αρχαιοφύλακες πληρώνονται τις υπερωρίες τους και τα εξαιρέσιμά τους από το ΤΑΠ. Αν γίνει η αναδιάρθρωση και αυτές οι αμοιβές τους περάσουν στο υπουργείο και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, φοβούνται ότι θα έχουν περικοπές. Ετσι σαμποτάρουν την αλλαγή. Δεν είναι κρυφό μυστικό. Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Υπαλλήλων Φύλαξης Αρχαιοτήτων ήταν πολύ σαφής σε απάντηση στο πρόσφατο ρεπορτάζ των «Νέων».
Η κυρία Κονιόρδου είναι προφανώς άτυχη. Γιατί χρεώνεται τώρα και τη δράση της μυστηριώδους κυρίας με το τουρμπάνι που ψέκαζε, αυτή την εβδομάδα, πινακίδες και βάσεις αρχαίων αντικειμένων στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βεργίνας. Το παράδοξο είναι ότι κανένας δεν αντελήφθη την κυρία. Δεν υπήρχαν φύλακες; Το Μουσείο της Βεργίνας είναι μεν εξαιρετικά σημαντικό αλλά δεν είναι πολυσύχναστο, όπως άλλα μουσεία της χώρας. Κανονικά οι φύλακες θα έπρεπε να την είχαν εντοπίσει αμέσως και να είχαν πράξει τα δέοντα. Είναι μια παράλειψη που δηλώνει την απουσία ελέγχου ή τη λειτουργία κάποιων «ανεξάρτητων θυλάκων» στον ευρύτερο χώρο ευθύνης του υπουργείου. Φυσικά δεν ευθύνεται γι’ αυτό η υπουργός Πολιτισμού. Αλλά η κυρία με το τουρμπάνι συνέπεσε με την υπουργία της (όπως και ο Πανούσης στην Επίδαυρο). Είναι βέβαια γνωστό ότι σήμερα παραμένουν κλειστοί περί τους 80 αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, λόγω έλλειψης επαρκούς αριθμού φυλάκων.
Η υπουργός Πολιτισμού κληρονόμησε και τις «μεγάλες τρύπες» του υπουργείου της χωρίς να κάνει και πολλά πράγματα για το κλείσιμό τους. Τεράστιες είναι οι καθυστερήσεις στα έργα της Αθήνας.
Η πλήρης λειτουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης δεν είναι ακόμη ορατή. Το θέμα δεν σχετίζεται μόνο με το οργανόγραμμα. Υπάρχουν και μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Η «αυλή των θαυμάτων» στην Πλάκα, το τετράγωνο απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού όπου θα στεγαστούν οι συλλογές του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, και το οποίο έπρεπε να παραδοθεί το 2015 (το αργότερο), είναι ακόμη εργοτάξιο.
Εργοτάξιο είναι ακόμη η οικία Τσίλλερ στην οδό Μαυρομιχάλη, που έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το 2016. Εκεί θα στεγαστεί η συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων Λοβέρδου, που ανήκει στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Με απόλυτη ευθύνη του υπουργείου Πολιτισμού καθυστέρησαν επί διετία τα έργα στην Εθνική Πινακοθήκη. Σύμφωνα με πληροφορίες ο εργολάβος προτίθεται να ζητήσει αποζημίωση για την καθυστέρηση.
Κέλυφος παραμένει το Ακροπόλ, στη διακεκαυμένη ζώνη της οδού Πατησίων. Χρησιμοποιήθηκε μόνο ως ντεκόρ για συνέντευξη που παραχώρησε η υπουργός στην κρατική τηλεόραση.
Τι θα αφήσει η κυρία Κονιόρδου πίσω της; Δεν ξέρουμε ακόμη. Ξέρουμε πάντως τη δημοσιοποιημένη πρόθεσή της να κηρύξει διατηρητέα την πρώτη ταβέρνα. Τον «Λεωνίδα» στο Λυγουριό.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ