Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Στα Χανιά υπάρχει ένα σύμπλεγμα κτιρίων σκαρφαλωμένο στο βράχο πάνω από το λιμάνι. Είναι άσχημα κτίρια, αλλά βρίσκονται σε καταπληκτικό σημείο, με απίθανη θέα. Είναι παλιές τουρικές φυλακές και γραφεία του στρατού, τα οποία αγόρασε το 1986 το Πολυτεχνείο της πόλης για να στεγάσει στην αρχή διοικητικές υπηρεσίες και αργότερα, σύμφωνα με το σχεδιασμό, τη Σχολή Καλών Τεχνών. Είναι μια φανταστική τοποθεσία, ένα υπέροχο μέρος. Ποτέ δεν φιλοξένησε τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν χρησιμοποιείται καν από το Πολυτεχνείο: Από το 2003 ένα από τα κτίρια έχει καταληφθεί από “αντιεξουσιαστές”, οι οποίοι αποφάσισαν ότι είναι δικό τους και ζουν μέσα. Όποτε δεν έχουν εκδηλώσεις ή δραστηριότητες, το κλειδώνουν κιόλας, για να μη μπει κανένας άλλος. 14 χρόνια δεν τους κούνησε κανείς, ούτε το Πανεπιστήμιο, ούτε καμία Αστυνομία ή οποιαδήποτε άλλη αρχή, ενώ έχουν και υποστηρικτές κυρίως από ιδεολογικούς χώρους από αυτούς που διαφωνούν με το concept της ιδιοκτησίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των 150.000 κατοίκων της πόλης δεν είναι κατά του concept της ιδιοκτησίας, παρ’ όλα αυτά δεν έχουν κάνει τίποτε για να σταματήσει η κατάληψη. Εδώ και 14 χρόνια παρακολουθούν τα πανό με τα συνθήματα να κρέμονται από τα παράθυρα, τους σοβάδες να ξεκολλάνε και να πέφτουν από τους ξεβαμμένους τοίχους και, με σποραδικές και ασήμαντες εξαιρέσεις, αντιδρούν με το γνωστό τρόπο: Απάθεια. Αδιαφορία.
Αλλά, θα πει κανείς, και τι να κάνουν δηλαδή; Πορείες στους δρόμους και διαδηλώσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες έξω από το κτίριο που καταλήφθηκε; Έστω ότι ένα τέτοιο κτίριο γινόταν ξενοδοχείο ας πούμε και μπορούσε να φέρνει έσοδα στην οικονομία της πόλης μισό εκατομμύριο το χρόνο σε δημοτικά τέλη, και φόρους. Αν ήταν πολύ επιτυχημένο ξενοδοχείο. Αυτό θα μεταφραζόταν σε πόσο; 3,33 ευρώ για κάθε πολίτη των Χανίων; Για πιθανά έσοδα 3,33 το χρόνο να βγεις να διαδηλώσεις μέσα στο λιοπύρι; Δε βγαίνει.
Και δεν είναι ότι οι πολίτες αυτής της χώρας είναι τίποτα στωικοί και ψύχραιμοι που δεν τους αρέσει να διαμαρτύρονται. Τη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα γίνονταν περισσότερες απεργίες και διαδηλώσεις από ό,τι σε όλες τις χώρες του πλανήτη Γη. Ήμασταν το νούμερο ένα στον κόσμο. Όλες αυτές οι απεργίες και όλες οι διαδηλώσεις, όμως, έγιναν από συμπαγείς ομάδες συντεχνιών ή συλλογικοτήτων με πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικώντας οφέλη πολύ πολύ υψηλότερα των 3,33 ευρώ το χρόνο. Όλα τα μικροσυμφέροντα της χώρας εκείνη τη δεκαετία κατοχύρωσαν ιλιγγιώδη κεκτημένα που κάθε ένα ξεχωριστά είχε μικρή επίπτωση στην οικονομία της χώρας μας (και γι’ αυτό κανείς άλλος δεν αντέδρασε για την κατοχύρωσή τους) αλλά που όλα μαζί οδήγησαν, όπως είναι πια καλά τεκμηριωμένο, στην αναπόφευκτη κατάρρευση.
Έτσι γίνεται: Κινητοποιούμαστε για να διεκδικήσουμε μεγάλα οφέλη (διορισμούς, μονιμοποιήσεις, αυξήσεις, επιδόματα) για λίγους αλλά δεν αντιδρούμε για πράγματα που πλήττουν όλους από λίγο. Και το “λίγο” μερικές φορές δεν είναι και τόσο λίγο.
Η δικτατορία στην Ελλάδα δεν ξεκίνησε στις 21 Απριλίου του 1967. Εκείνη την ημέρα έγινε η απόπειρα πραξικοπήματος. Η δικτατορία ξεκίνησε στις 22 Απριλίου του 1967, ημέρα Σάββατο, αφού καταλάγιασε ο κουρνιαχτός, όταν κανένας δεν διαδήλωνε στους δρόμους, ούτε υπήρχε κανένα λαϊκό κύμα διαμαρτυρίας ή οποιαδήποτε άλλη σοβαρή αντίδραση. Οι περισσότεροι ζωηροί και φασαριόζοι πολιτευτές και πολιτικοποιημένοι -κυρίως της αριστεράς- είχαν συλληφθεί, αλλά τα υπόλοιπα 8,5 εκατομμύρια των Ελλήνων στις 22 Απριλίου ήταν στα σπίτια τους και επέλεξαν την απάθεια και την αδιαφορία. Ε, ήταν και Σάββατο. Κι έτσι, το πραξικόπημα πέτυχε.
Το φαινόμενο που περιγράφω δεν είναι μια σπάνια ή έκτακτη νωχελικότητα. Είναι φυσιολογικό φαινόμενο και σε κάποιο βαθμό μια αναμενόμενη ανθρώπινη αντίδραση. Αλλά η αδιαφορία και η απάθεια της πλειοψηφίας δίνουν χώρο και έδαφος στους Καμμένους και τους Πολάκηδες, κι αυτοί βρίσκουν πάτημα, έδαφος εύφορο, και πολλαπλασιάζονται. Κι όσο συνηθίζουμε, και όσο βουλιάζουμε στην απάθεια, τόσο ξεθαρρεύουν αυτοί, τόσο αντιλαμβάνονται πόσο τους παίρνει να βασίζονται στην αδιαφορία μας τη φαινομενικά ατελείωτη. Και το φαινόμενο δεν είναι στατικό. Επιδεινώνεται. Καθώς όλο και περισσότερες, όλο και πιο κραυγαλέες φαιδρές φιγούρες εκμεταλλεύονται την ανοχή και την αδιαφορία μας, τόσο αναισθητοποιούμαστε εμείς, τόσο συνηθίζουμε στην κανονικότητα της χυδαιότητας, της φτήνιας, της ανικανότητας, της κακομοιριάς, της λαμογιάς και της μιζέριας.
Το Πολυτεχνείο της Κρήτης, που εν τω μεταξύ έχει μεταφερθεί σε άλλη περιοχή, αποφάσισε πρόσφατα να αξιοποιήσει τα συγκεκριμένα κτίρια στα Χανιά. Έκανε διαγωνισμό, τον οποίο κέρδισε επενδυτική εταιρεία που σκοπεύει να φτιάξει εκεί ξενοδοχείο. Ξέρετε τι συνέβη τότε; Δύο πράγματα. Πρώτον, το Υπουργείο Πολιτισμού, εντελώς τυχαία, τις ημέρες που διεξαγόταν ο διαγωνισμός, αποφάσισε πως τα κτίρια είναι “μνημείο”. Και δεύτερον; Μα φυσικά μια πορεία διαμαρτυρίας. Από τους καταληψίες και τους υποστηρικτές τους, κατά της επένδυσης.
Πηγή: Καθημερινή