Μιχάλης Τσιντσίνης
Οι αναλύσεις μας, λένε, είναι καταδικασμένες να πάσχουν από μια προκατάληψη υπέρ του παρόντος. Μια προκατάληψη που μας παρασέρνει να προσλαμβάνουμε ό,τι συμβαίνει σήμερα ως πρωτοφανές. Ετσι και με την εσωκομματική κρίση στο ΠΑΣΟΚ. Οι αναλύσεις τη βλέπουν ως σύμπτωμα της περιλάλητης pasokification: της απίσχνανσης των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, που ξεκίνησε από την Ελλάδα προτού εκδηλωθεί σε όλα τα συγγενή κόμματα στην Ευρώπη – και προσγειώσει εσχάτως τον Αμόν στο 6,36%.
Ομως, το εσωκομματικό ρήγμα που ενεργοποιήθηκε στο ΠΑΣΟΚ –με την κίνηση της ομάδας Ανδρουλάκη να αμφισβητήσει τη διαδικασία του «προγραμματικού συνεδρίου» της Συμπαράταξης– δεν έχει κάτι νέο. Το αντίθετο. Μπορεί κανείς εύκολα να το συγκρίνει με τους παλιούς, επικούς πασοκικούς εμφυλίους. Μπορεί να αναγνωρίσει το αντανακλαστικό του κόμματος που πάντα παροχέτευε τις προσωπικές φιλοδοξίες σε φαγούρα επί της διαδικασίας. Μπορεί να δει ως συνέχεια της σαραντάχρονης παράδοσής του τη μεθοδολογία τόσο της ενέδρας των «αντιφρονούντων» όσο και της καταστολής τους: Τον παροπλισμό τους μέσω της de facto κατάργησης των οργάνων στα οποία είχαν επιρροή. Αυτήν την εμφύλια παράδοση έφτασαν μάλιστα να επικαλούνται οι συνεργάτες της Γεννηματά περίπου ως δεδικασμένο που επιτρέπει την υποκατάσταση της Κεντρικής Επιτροπής. Το ερώτημα είναι αν η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπεραντέδρασε, αναβαθμίζοντας σε εσωκομματική αντιπολίτευση μια δολιοφθορά που θα μπορούσε να είχε κατασιγάσει με ηπιότερα μέσα. Το ερώτημα είναι μήπως, αναγγέλλοντας έκτακτο συνέδριο του κόμματος, νομιμοποίησε τους αντιπάλους της, στρώνοντάς τους και το τερέν για να την αμφισβητήσουν.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τη γνήσια πολιτική διαφωνία πίσω από αυτούς τους βοναπαρτισμούς τσέπης. Είναι δύσκολο να τη διακρίνει, επειδή δεν υπάρχει. Οι ενστάσεις που έχουν ακουστεί μέχρι στιγμής από τους αμφισβητίες είναι επί των οργανωτικών και επί των βιογραφικών – «εμείς είμαστε νέοι», «δεν διοριστήκαμε», «δεν κάναμε υπουργοί».
Πρόκειται για ενστάσεις που με το περιορισμένο βεληνεκές τους μάλλον επιβεβαιώνουν τον στρατηγικό προσανατολισμό της Γεννηματά, παρά τον αμφισβητούν – καθώς, αν εξαιρέσει κανείς τον ηλικιακό ρατσισμό, ζητούν μόνο διαδικαστικές διορθώσεις. Σοβαρή πολιτική διαφωνία για τη στρατηγική υπάρχει και έχει διατυπωθεί, αλλά όχι από αυτούς που φιλοδοξούν σήμερα να συγκροτήσουν τον δεύτερο ενδοπασοκικό πόλο. Το ότι η Γεννηματά αντέδρασε με αρχηγική ανασφάλεια στην κίνηση που την αμφισβητεί προσωπικά, ενώ μέχρι σήμερα είχε αγέρωχα αψηφήσει την πολιτική κριτική, δεν είναι έκπληξη. Είναι μάλλον η αναμενόμενη αντίδραση μιας ηγεσίας που άκουγε περισσότερο το κοινό που στις κομματικές εκδηλώσεις της περιφέρειας παραπονιόταν επειδή κάποιο βέβηλο χέρι είχε σβήσει τον πράσινο ήλιο από το φόντο.
Τίποτε από όλα αυτά δεν προκλήθηκε από την pasokification. Απλώς όλα αυτά την κάνουν να φαίνεται ιστορικώς ανίατη.
Πηγή: Καθημερινή