Μιχάλης Τσιντσίνης
Και λοιπόν; Ο Πάνος Σκουρλέτης εξομολογήθηκε ότι δεν θα αρκεστεί πια σε ημίμετρα. Δεν θα περιορίζεται σε παρατάσεις των συμβάσεων ορισμένου χρόνου με βραχύβιες τροπολογίες. Εξομολογήθηκε ότι μεθοδεύει νέο κύμα μονιμοποίησης συμβασιούχων του Δημοσίου.
Και λοιπόν; Πού είναι η είδηση;
Μήπως πριν από ένα μήνα δεν είχε προαναγγείλει σκούπα μονιμοποιήσεων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ο εκ των υπουργών Επικρατείας, Χριστόφορος Βερναρδάκης;
Μήπως, φρόνιμα και τακτικά, δεν είχε φροντίσει η Λυδία Κονιόρδου, λίγες ημέρες μετά την ορκωμοσία της, να περάσει τροπολογία, δυνάμει της οποίας το υπουργείο Πολιτισμού παραιτείται από την αμφισβήτηση των δικαστικών αποφάσεων που μονιμοποιούν συμβασιούχους υπαλλήλους του;
Από τους πολλούς πολιτικούς εθισμούς που έχουν προλάβει να ενσπείρουν στη συλλογική ψυχολογία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ο πιο κοινός είναι η απονενοημένη ανοχή σε τέτοιες μικροδιευθετήσεις. Αλλωστε, μια μαζική μονιμοποίηση ρουτίνας, σαν όλες τις προηγούμενες, είναι έργο πολύ ταπεινό συγκριτικά με τα όσα έχει ήδη προσφέρει στον σοσιαλισμό ο νυν υπουργός Εσωτερικών. Το σοσιαλιστικό magnum opus του το είχε ήδη γράψει στο υπουργείο Ενέργειας. Και λέγεται ΔΕΗ.
Τι πέτυχε ο Σκουρλέτης στη ΔΕΗ; Ανέτρεψε ως νεοφιλελεύθερο το σχέδιο Μανιάτη που, αντιγράφοντας το προηγούμενο της ιταλικής ENEL, προέβλεπε την αποκοπή και πώληση του 30% της επιχείρησης σε ιδιώτες. Το σχέδιο αυτό στο ιταλικό του πρότυπο είχε αποφέρει στην κρατική εταιρεία ενέργειας τόσο ρευστό, ώστε της επέτρεψε να εξαπλωθεί σε τριάντα χώρες.
Αντ’ αυτού, η σκουρλετική ΔΕΗ επέπρωτο να μείνει αρτιμελής. Αρτιμελής, αλλά με τη μνημονιακή δέσμευση να συρρικνωθεί – να περιοριστεί στο 49% από το 75% της παραγωγής ηλεκτρισμού και στο 49% από το 90% της αγοράς λιανικής. Για να τηρηθεί η δέσμευση, η ΔΕΗ έφτασε να πουλάει το ρεύμα της σε ιδιώτες σε τιμές χονδρικής χαμηλότερες του κόστους παραγωγής.
Αντί δηλαδή από ένα κομμάτι της ΔΕΗ να γεννηθεί μια μικρή ιδιωτική επιχείρηση έναντι αντιτίμου, προτιμήθηκε να μικρύνει η ίδια η ΔΕΗ χωρίς αντίτιμο. Χωρίς χρήμα, αλλά, βεβαίως, με ηθικό αντάλλαγμα τη δογματική ικανοποίηση ότι η μετοχική της σύνθεση δεν επρόκειτο να μεταβληθεί.
Ναι, είναι κάπως βαρετά όλα αυτά. Εξηγούν, ωστόσο, ώς ένα βαθμό γιατί ο –επιλεγμένος από τον ΣΥΡΙΖΑ– διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ μιλάει πλέον δημοσίως για τον υπαρξιακό κίνδυνο που αντιμετωπίζει η εταιρεία.
Εξηγούν πώς, παραζαλισμένη από το μνημονιακό δράμα, η πολιτική αγορά έφτασε να υποτιμήσει σαν business as usual την κομματική επιστράτευση της ΔΕΗ σαν να ήταν μία ακόμη βολική ΔΕΚΟ. Μόνο που η ΔΕΗ είναι, παρεμπιπτόντως, και η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας. Είναι too big to fail. Αν χρεοκοπήσει, απειλεί να συμπαρασύρει στην πτώση της και την εθνική οικονομία.
Μπορεί να περιφρονήσει κανείς αυτές τις περιγραφές ως κινδυνολογικές. Μπορεί να αψηφήσει τα βουνά απλήρωτων λογαριασμών που έχει συσσωρεύσει η καμπάνια τού «Δεν πληρώνω». Μπορεί να αδιαφορήσει για τις καθυστερήσεις στις πληρωμές των προμηθευτών της ΔΕΗ, που «μυρίζουν» ήδη επιμόλυνση των συγγενών επιχειρήσεων. Αυτό που δεν μπορεί να αψηφήσει είναι η πολιτική κουλτούρα που οπλίζει αυτές τις αποφάσεις.
Αυτό που δύσκολα αγνοεί κανείς είναι η μαρτυρία ότι, όταν η πάντα άγρυπνη ΓΕΝΟΠ εξέφρασε την ανησυχία της για το μνημονιακό σχέδιο συρρίκνωσης της ΔΕΗ, ο Σκουρλέτης είχε έτοιμη την ακλόνητη διαβεβαίωση: Μπορεί να το υπογράψαμε, αλλά μη φοβάστε. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται να το εφαρμόσουμε κιόλας.
Υπάρχουν ακόμη και σοβαροί παράγοντες της αγοράς που ισχυρίζονται ότι, αν κλείσει η πληγή της αξιολόγησης, η οικονομία θα ανασάνει. Αν διαλυθεί το νέφος της αβεβαιότητας, το ελατήριο θα εκτιναχθεί.
Βλέπουν το ελατήριο, αλλά δεν βλέπουν τα μπάζα των συριζαϊκών ψευδαισθήσεων που το σκεπάζουν.
Πηγή: Καθημερινή