Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Ο ξυλοδαρμός του καθηγητή του Παντείου από νεαρούς επειδή τους έκανε παρατήρηση, ή οι αδιανόητες ύβρεις των χρυσαυγιτών προς τη μάνα του ανθρώπου που ένας από αυτούς δολοφόνησε δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά μιας κοινωνίας σε κρίση. Το ξέρετε, υποθέτω. Το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Είναι απλά οι κραυγαλέες εκφάνσεις μιας κανονικότητας. Γιατί η χυδαιότητα, η αγένεια, η περιφρόνηση απέναντι σε ανθρώπους και κανόνες είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε.
Είμαι σίγουρος ότι έχετε απειράριθμα παραδείγματα από την καθημερινή σας ζωή, ειδικά αν βγαίνετε από το σπίτι σας και κινείστε σε δημόσιους χώρους, αν μιλάτε ποτέ με άλλους ανθρώπους, ή αν οδηγείτε στους δρόμους. Φαντάζομαι πως έχετε αντιληφθεί πως το πρόβλημα δεν είναι οι μεμονωμένες εξάρσεις βίας ή σποραδικές εκρήξεις χυδαιότητας. Το πρόβλημα είναι η ήπια, καθημερινή αντικοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας, τόσο συνηθισμένη και καθολική που, πια, περνά σχεδόν απαρατήρητη.
Πρόσφατα ήμουν προσκεκλημένος σε μια εκδήλωση με θέμα το προσφυγικό. Στο πάνελ συμμετείχαν διάφοροι πολύ πιο ενδιαφέροντες από εμένα άνθρωποι, και εγώ. Το κοινό περιλάμβανε φοιτητές και ειδικούς, μερικοί εκ των οποίων είχαν ταξιδέψει από το εξωτερικό για να παρευρεθούν. Όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες εκδηλώσεις, πριν από τις τοποθετήσεις των συμμετεχόντων εκπρόσωποι των φορέων που διοργάνωναν την εκδήλωση απηύθυναν σύντομους χαιρετισμούς που από το πρόγραμμα προβλεπόταν να διαρκέσουν τρία λεπτά. Ο πρώτος χαιρετισμός κράτησε πέντε λεπτά. Ο δεύτερος οκτώ. Η τρίτη τήρησε το τρίλεπτο (ήταν αλλοδαπή). Και μετά ανέβηκε ο τέταρτος.
Ο τέταρτος μίλησε για 25 λεπτά. Είκοσι. Πέντε.
Για εικοσιπέντε λεπτά το κοινό και οι προσκεκλημένοι τον άκουγαν να αναλύει τη γνώμη του για το προσφυγικό πρόβλημα, ενίοτε φωνάζοντας, παρασυρμένος από το πάθος και το δίκιο που, για κάποιο λόγο, τον έπνιγε. Η ιδιότητά του δεν είχε καμία σχέση με το θέμα, ήταν πρώην δήμαρχος δήμου της Αττικής, αλλά είχε πολλά πράγματα να πει, όλες τις κοινοτοπίες και όλους τους κενούς συναισθηματισμούς που μπορεί να φανταστεί κάποιος. Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ή πως τον λένε, γιατί θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από αυτό το γιγάντιο pool πανομοιότυπων φωνακλάδων πολιτικάντηδων που παρήγαγε το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Και μετά, ο τύπος αυτός, αφού μας έκλεψε 25 λεπτά από τη ζωή μας που ποτέ δεν θα πάρουμε πίσω, όταν επιτέλους του τελείωσαν τα κλισέ και αποφάσισε να κατέβει από το βήμα, δεν πήγε να καθίσει στη θέση του για να παρακολουθήσει την εκδήλωση την οποία είχε μόλις βγάλει τραγικά εκτός προγράμματος. Έφυγε.
Δεν είναι εξαίρεση ούτε αυτός, ούτε άνθρωποι σαν κι αυτόν.
Όταν η βουλευτής Νίκης Κεραμέως έμεινε έγκυος, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να σταθεί πουθενά στο χώρο εργασίας της, επειδή οι συνάδελφοί της κάπνιζαν παντού χωρίς κανένα δισταγμό. Ο χώρος εργασίας της είναι η Βουλή των Ελλήνων, οι συνάδελφοί της είναι οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, και αυτό που σας λέω συνέβη πέρυσι.
Όταν οι ίδιοι βουλευτές της χώρας περιφρονούν το νόμο που ψήφισαν μέσα στο κτίριο όπου τον ψήφισαν, αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχουμε ξεπεράσει κάποιο όριο ως κοινωνία, κάποιο σύνορο θεσμικής και συλλογικής κατάρρευσης. Και φοβάμαι ότι δεν το έχουμε ξεπεράσει τώρα πρόσφατα.
Η αγαπημένη μου ιστορία χυδαιότητας και αγένειας όλων των εποχών είναι αυτό που συνέβη τον Απρίλιο του 2001, όταν συνδικαλιστές έκαναν κατάληψη στο Υπουργείο Εργασίας διαμαρτυρόμενοι -τι σημασία έχει το γιατί- και στα πλαίσια της κατάληψής τους έφεραν στο γραφείο του υπουργού δύο φέρετρα. Φέρετρα. Τα οποία μετά τα έβγαλαν και τα έκαψαν. Υπουργός Εργασίας τότε ήταν ο Τάσος Γιαννίτσης, ο γνωστός, αυτός που, επειδή προσπάθησε να φτιάξει το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας (μια μεταρρύθμιση που πιθανότατα θα απέτρεπε την χρεοκοπία σχεδόν δέκα χρόνια μετά), το πολιτικό σύστημα και οι ψηφοφόροι τον εξαφάνισαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Τάσος Γιαννίτσης, λοιπόν, που τότε προσπαθούσε να περάσει ένα πακέτο μέτρων για την καταπολέμηση της φτώχειας, ήρθε αντιμέτωπος με τους συνδικαλιστές με τα φέρετρα. Έχει σημασία που το τονίζω αυτό. Επειδή μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο 27χρονος γιος του Τάσου Γιαννίτση είχε δολοφονηθεί από ληστές στο Μεξικό. Εκείνη την εποχή ακριβώς, οι διαμαρτυρόμενοι συνδικαλιστές κάθισαν και σκέφτηκαν ποια άραγε να είναι η καταλληλότερη μορφή αγώνα για την περίσταση, και αποφάσισαν ότι η καλύτερη δυνατή ιδέα ήταν να του πάνε στο γραφείο φέρετρα.
Αμέσως μετά, η Αλέκα Παπαρήγα τους επισκέφτηκε για να τους υπενθυμίσει τη στήριξη του ΚΚΕ στο δίκαιο αγώνα τους.
Η χυδαιότητα της καθημερινότητας, από την περιφρόνηση του οδηγού που προσπερνά από αριστερά αυτούς που περιμένουν να στρίψουν δεξιά στο φανάρι και χώνεται, μέχρι τους βουλευτές που παραβιάζουν τους νόμους που ψηφίζουν, δημιουργεί αυτό το equillibrium ανομίας μέσα στο οποίο βουλιάζουμε από πάντα. Είμαστε ένα συνονθύλευμα ατόμων το καθένα εκ των οποίων πιστεύει πως ο χρόνος του και τα δικαιώματά του έχουν μεγαλύτερη αξία από των υπολοίπων, πως υποχρεώσεις απέναντι στο κοινό σύνολο δεν υφίστανται και πως η υπακοή στους κοινούς κανόνες είναι προαιρετική.
Και αυτή η παθολογική κατάσταση δεν βελτιώνεται. Αυτή η ασθένεια δεν θεραπεύεται. Μέσα στην κρίση κανένα μάθημα δεν μαθαίνουμε, ίσα ίσα, σε fora και σε Μέσα η χυδαιότητα και η περιφρόνηση ξεχύνονται, αναπαράγονται, ανατροφοδοτούνται και πολλαπλασιάζονται. Τρώνε σαν σαράκι κάθε ίχνος εμπιστοσύνης σε θεσμούς ή και μεταξύ των ανθρώπων, τρωγόμαστε σιγά σιγά, κάθε μέρα, με κάθε τσιγάρο σε κλειστό χώρο, με κάθε γκραφίτι, σε κάθε παράνομο προσπέρασμα, μέχρι να απομείνουμε μια εντελώς κατεστραμμένη χώρα, με πλήρως αποκτηνωμένους πολίτες.
Πηγή: Καθημερινή