Επιστροφή στο 2015

Επιστροφή στο 2015

Γιώργος Παπαϊωάννου  

Βρισκόμαστε στο μέσο μιας διαπραγμάτευσης η οποία κάθε μήνα κλείνει και συνεχώς μένει ανοικτή. Βεβαίως δεν είναι κάτι καινούργιο. Δύο χρόνια τώρα έτσι πορευόμαστε με τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Στην παρούσα διαπραγμάτευση βασικό αντικείμενο είναι τα μέτρα για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ λέει ότι αυτά που έχουν συμφωνηθεί δεν επαρκούν και από τη στιγμή που το πλεόνασμα χρησιμοποιείται για το χρέος, είτε η κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει περισσότερα μέτρα είτε οι Ευρωπαίοι να προχωρήσουν σε δραστικότερη ελάφρυνση του χρέους.

Και όταν λέμε Ευρωπαίοι δεν εννοούμε μόνο τους εύπορους Γερμανούς, οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, οδεύουν προς τις κάλπες και οι πολιτικοί τους δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν πρόσθετες διευκολύνσεις στην Ελλάδα, αλλά και φτωχότερους από εμάς λαούς. Μας το υπενθύμισε την περασμένη εβδομάδα ο μαλτέζος υπουργός Οικονομικών που είπε ότι η χώρα του δανείζεται ακριβά για να δανείσει με χαμηλό επιτόκιο την Ελλάδα και ο σλοβάκος ομόλογός του, που ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στη μονομερή απόφαση του Αλέξη  Τσίπρα να δώσει μπόνους στους συνταξιούχους, όταν στη Σλοβακία η κατώτατη σύνταξη με 30 χρόνια εργασία είναι μόλις 270 ευρώ.

Λέει λοιπόν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος δεν θέλει να φθάσει κοντά στις γερμανικές εκλογές με το ελληνικό ζήτημα ανοικτό, όπως έχει απειλήσει στο παρελθόν ο κ. Τσίπρας, ότι «αν δεν θέλετε να κάνετε αυτά που ζητάει το ΔΝΤ, επειδή εμείς δεν θέλουμε να ξανανοίξουμε την κουβέντα για το χρέος, ας φύγει το ΔΝΤ και ελάτε να τα βρούμε με τον ESM, υπογράφοντας ένα νέο Μνημόνιο».

Η κυβέρνηση μπορεί να βλέπει το ενδεχόμενο αυτό ως μια ευκαιρία να διορθώσει πράγματα που έκλεισαν βιαστικά στο τρίτο Μνημόνιο, το οποίο συμφωνήθηκε κάτω από την πίεση εξόδου της χώρας από το ευρώ. Διότι, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το non paper που κυκλοφόρησε το Μαξίμου και στο οποίο υποστηρίζει ότι η αποχώρηση του ΔΝΤ μπορεί να αποτελέσει «διέξοδο στο θέμα της ασυμφωνίας μεταξύ των θεσμών» και ότι είναι «καλοδεχούμενη», αρκεί οι αποφάσεις να παρθούν γρήγορα.

Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρουμε τι κάνει τον κ. Τσίπρα να πιστεύει ότι αυτή τη φορά μια διαπραγμάτευση με τον κ. Σόιμπλε θα γίνει κάτω από καλύτερες συνθήκες από ό,τι τον Ιούλιο του 2015, όταν χρειάστηκαν 17 ώρες για να συμφωνήσει στο τρίτο Μνημόνιο και να παραδώσει το δημόσιο ταμείο (Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων), την κρατική περιουσία (Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας) και τις τράπεζες στους πιστωτές. Τη στιγμή μάλιστα που ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ξαναβάζει στο τραπέζι το Grexit λέγοντας ότι «εμείς πρέπει να επιμείνουμε στην εφαρμογή των συμπεφωνημένων. Διαφορετικά, το ευρώ δεν θα αντέξει στον χρόνο με την υπάρχουσα δομή».

Είναι προφανές ότι για να αντιμετωπίσει ο κ. Τσίπρας την ορθολογική σκέψη του κ. Σόιμπλε δεν επαρκούν τα μεγάλα λόγια, οι εξυπνακισμοί και οι μπλόφες. Απαιτούνται αντίστοιχη προσέγγιση, σχεδιασμός, συμμαχίες, εναλλακτικές επιλογές κ.λπ. Στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τη διακυβέρνησή του και δεν αποκλείεται η έλλειψή τους να τον οδηγήσει και πάλι σε αδιέξοδο.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *