Άγγελος Στάγκος
Πάμε ή δεν πάμε για εκλογές; Και αν πάμε για εκλογές, πότε; Ερωτήματα που βασανίζουν έντονα τον πολιτικό κόσμο και δίνουν τροφή στα μίντια, άγνωστο αν και πόσο απασχολούν τους πολίτες, οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία είναι βυθισμένοι στη δύσκολη καθημερινότητά τους. Αλλωστε, η διαρκώς αυξανόμενη αποχή τα αρκετά τελευταία χρόνια, η γενικευμένη στοχοποίηση της πολιτικής, η εκπεφρασμένη απογοήτευση, η αποδοχή δοξασιών και φαντασιώσεων και η μεγάλη απάθεια που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινή γνώμη, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι λίγο την ενδιαφέρουν οι πολιτικές εξελίξεις. Κακό, γιατί δεν υπάρχει κοινωνία, ακόμη και συμβίωση ανθρώπων, χωρίς πολιτική, αλλά έτσι είναι. Το ζήτημα των εκλογών είναι βέβαια υπαρκτό και ανοικτό, όσο και αν ο Αλ. Τσίπρας και οι δικοί του ξορκίζουν και απορρίπτουν μετά βδελυγμίας κάθε τέτοια σκέψη. Στην πράξη, όλες οι ενέργειές τους δείχνουν το αντίθετο, ή έστω, θέλουν να υπάρχει το σενάριο στο τραπέζι ώστε να το ενεργοποιήσουν αν και όταν πειστούν ότι δεν υπάρχει τρόπος να παραμείνουν στην εξουσία. Την εξουσία που την έχουν σφιχταγκαλιάσει και δεν θέλουν να την αφήσουν με τίποτα, αλλά πιθανότατα δεν θα μπορούν κάνουν αλλιώς. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η σημερινή κυβέρνηση, από την ηγεσία μέχρι τα κατώτατα στελέχη, έχουν καταστήσει την παραπλάνηση, το ψέμα και την κωλοτούμπα τρόπο ζωής. Αν και έχουν περιέλθει σε μια κατάσταση όπου τα γεγονότα καθορίζουν τις εξελίξεις, χωρίς οι ίδιοι να τα ελέγχουν.
Ολα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πρόωρες εκλογές στο ορατό μέλλον δεν μπορούν να αποκλεισθούν, παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού ότι θα γίνουν κανονικά το 2019. Η καταφυγή σε πολιτική βοηθημάτων σε στρώματα του πληθυσμού που είναι εύκολο να παραπλανηθούν, οι περιοδείες σε διάφορα μικρότερα και μεγαλύτερα νησιά, τα αλλεπάλληλα εγκαίνια, οι συμπεριφορές απαξίωσης και αποκλεισμού των μίντια και των δημοσιογράφων, οι ρουσφετολογικές τροπολογίες, οι απευθείας αναθέσεις έργων, οι συνεχείς επιθέσεις κατά της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα της αξιωματικής, οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για δημοσίους υπαλλήλους, οι αναβολές και οι οπισθοχωρήσεις από ελέγχους που μπορεί να ενοχλήσουν –όπως η καθιέρωση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου στα μέσα μεταφοράς και η ελαχιστοποίηση των ελέγχων στην πώληση υγρών καυσίμων– δείχνουν κατεύθυνση εκλογών. Ακόμη περισσότερο όταν ακολουθούν μεθοδεύσεις όπως διορισμούς και ατιμωρησία επιόρκων στο Δημόσιο με ποικίλους τρόπους, ή κατευναστικές γονυκλισίες (μιλάμε για ριζοσπάστες αριστερούς υποτίθεται) απέναντι στην Εκκλησία.
Ωστόσο, η πιο ισχυρή ένδειξη ότι η κυβέρνηση κατασκευάζει σκηνικό χρήσιμο για εκλογές (αν χρειαστεί) είναι ότι κινείται πάλι στα όρια ρήξης με τους δανειστές. Τόσο με το ΔΝΤ, όσο και με τη Γερμανία και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τον τελευταίο να μη χάνει ευκαιρία για να ρίχνει «λάδι στη φωτιά» από την πλευρά του. Το ΔΝΤ έχει μπει στο στόχαστρο των κυβερνητικών, όχι μόνο γιατί επιμένει στην ανάγκη λήψης δύσκολων μέτρων, αλλά και γιατί εκτιμούν ότι τελικά δεν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα λόγω της αντιπαράθεσης με τους Ευρωπαίους, οπότε θα το παρουσιάσουν ως δική τους περιφανή νίκη. Ο Σόιμπλε είναι μόνιμος στόχος, ως ο Γερμανός πολιτικός που πιέζει για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά και γιατί δεν εμπιστεύεται την Αθήνα και επηρεάζει αρνητικά τη στάση του Βερολίνου. Οι εκδηλώσεις της αμοιβαίας αντιπάθειας βολεύουν την κυβέρνηση και τις καλλιεργεί συνεχώς για πάσα μελλοντική χρήση. Με την έννοια ότι αν χρειαστεί, θα μετατρέψει το σκηνικό ρήξης με τους δανειστές σε σκηνικό σύγκρουσης όχι μόνο με τον «κακό» Σόιμπλε, αλλά με ολόκληρη την «κακή» Γερμανία. Οι προχθεσινές δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα επιτρέπουν μια τέτοια πρόβλεψη.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η κυβέρνηση μάλλον δεν επιθυμεί τις πρόωρες εκλογές για να μη χάσει την εξουσία, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις και το γενικό κλίμα λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δεύτερο κόμμα, αλλά προετοιμάζεται γι’ αυτές αν δεν καταφέρει να τις αποφύγει, ή αν κρίνει ότι πρέπει να τις κάνει πιο σύντομα, παρά αργότερα. Αν δηλαδή θεωρήσει ότι πιο σύντομα θα υποστεί μια ήττα, διατηρώντας σημαντικό μέρος των δυνάμεών της ώστε να ελπίζει σε μια εξέλιξη «δεξιάς παρένθεσης», ενώ αργότερα θα υποστεί νίλα από την οποία δεν θα μπορεί να συνέλθει. Είναι, όμως, πια σε θέση να επιλέγει σενάρια;
Πηγή: Καθημερινή