Στέφανος Κασιμάτης
Το βαθύτερο από τα παράδοξα της χθεσινής ημέρας ήταν η διαδήλωση των συνταξιούχων. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, από τις οργανώσεις που ελέγχει το ΚΚΕ, άνθρωποι μαθημένοι στην αγωνιστική γυμναστική, που ήλθαν ακόμη και από τη βόρεια Ελλάδα, με τον σκοπό να περπατήσουν συντεταγμένα μέχρι το Μαξίμου και να φωνάξουν ρυθμικά τα γνωστά συνθήματα. Ενδεχομένως και με την κρυφή ελπίδα ότι τα ΜΑΤ θα ανταποκριθούν στις προκλήσεις τους, ώστε να αρχίσει έπειτα ο θρήνος για τα ΜΑΤ της κυβέρνησης που δέρνουν τους «ξωμάχους της ζωής», τα «περήφανα γηρατειά» και τη «γενιά της αντίστασης». (Την πάτησαν όμως, γιατί ξύλο δεν πέφτει όταν ο Τσίπρας σκέπτεται εκλογές. Εξάλλου, ο ίδιος έλειπε από το Μαξίμου, οπότε τι τον ένοιαζε και να περνούσαν από εκεί;) Ολο αυτό συμβαίνει, επειδή –πολύ απλά– το ΚΚΕ θέλει να τη σπάσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ας προσπαθήσουμε όμως να συλλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει το γεγονός: αυτοί οι άνθρωποι στρέφονται εναντίον του εορταστικού εφάπαξ της κυβέρνησης προς τους συνταξιούχους (το οποίο, φυσικά, οι ίδιοι θα εισπράξουν εφόσον το δικαιούνται…), επειδή θα προτιμούσαν να παίρνουν μια κομμουνιστική σύνταξη, δηλαδή στο 1/20 της σημερινής αξίας και σε δραχμές, αλλά με «λαϊκή εξουσία» (όρος που σημαίνει την ισοπεδωτική φτώχεια για όλους).
Θα ήταν βολικό να ξεπεράσουμε το γεγονός ως μία ακόμη γραφικότητα της Αριστεράς, ένα από τα δικά τους, τα θεολογικά θέματα που τους απασχολούν πολύ σοβαρά. Ατυχώς, όμως, το όποιο εσωτερικό πρόβλημα της Αριστεράς, όσο σκοτεινό και θεωρητικό αν είναι, είναι και της χώρας, διότι η Αριστερά είναι το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας. Η διάχυτη δύναμη των ιδεών της στην ελληνική κοινωνία είναι αυτό που μορφοποιείται ως λαϊκισμός στην πολιτική – ακόμη και κατ’ όνομα δεξιών κυβερνήσεων. Είναι αυτό που μας κρατάει εγκλωβισμένους στις εσωτερικές συνθήκες οι οποίες προκάλεσαν τη χρεοκοπία του κράτους.
Δεν είναι, όμως, μόνον η άμεση και έμμεση επιρροή των ιδεών της Αριστεράς. Είναι και ο υπερβολικός φόβος των ιδεολογικών αντιπάλων της, που τους κάνει να διστάζουν πάντα στις μετωπικές, ιδεολογικού χαρακτήρα συγκρούσεις με την Αριστερά και έτσι πολλαπλασιάζουν την ιδεολογική ισχύ της Αριστεράς. Νομίζω το είδαμε ή, τέλος πάντων, το διαισθανθήκαμε στην περίπτωση της ψηφοφορίας για το εφάπαξ της καλής καρδιάς του Τσίπρα. Πάντα είναι δύσκολο στη Δεξιά να εξηγήσει το όποιο δίκιο της. Ιστορικά, λόγω συσσωρευμένης αγραμματοσύνης, αμνησίας (να θυμηθούμε τον Δερτιλή), αδιαφορίας και οκνηρίας. Η κατίσχυση της Αριστεράς μετά το 1981 έκανε το κόμπλεξ βαθύτερο.
Οταν, λοιπόν, η Αριστερά ως κυβέρνηση βαράει ξανά τα νταούλια και τον ζουρνά (όχι, βέβαια, για να χορέψουν οι αγορές…) είναι φυσικό η Δεξιά κάπως να ζορίζεται. Τώρα είναι, όμως, που πρέπει να επιμείνει στη μεταρρυθμιστική γραμμή που ακολουθεί και να την εξηγήσει καλύτερα. Προκειμένου να κρατήσει την εξουσία, ο Τσίπρας παίζει ένα άκρως επικίνδυνο παιγνίδι: για να τονώσει την καταρρέουσα δημοτικότητα της κυβέρνησής του, δίνει την ευκαιρία στον Σόιμπλε να θέσει και πάλι θέμα Grexit. Βεβαίως, ακόμη δεν έχει κριθεί η έκβαση της υπόθεσης στην Ευρώπη· διάφοροι σοσιαλιστές υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αλλά και γενικώς υπάρχει διάθεση για μία ακόμη ανοικτή πληγή στην Ευρώπη. Αυτό είναι, όμως, το παιγνίδι· έτσι το διαβάζουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έτσι το αναλύουν στον Τύπο τους.
Για τον ίδιο σκοπό, ο Τσίπρας κάνει κάτι εξίσου επιζήμιο στο εσωτερικό: ανασκαλεύει τη λάσπη στον βυθό της πολιτικής και σπρώχνει τα πράγματα ώστε να επαναφέρει στο προσκήνιο τη συμμαχία των «Αγανακτισμένων» της πλατείας. Το ξεδιάντροπο φλερτάρισμα των ψηφοφόρων της Χ.Α. δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Ας βρίζουν κι ας επικρίνουν την κυβέρνηση οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής· δεν πειράζει, αρκεί όταν χρειάζεται να ψηφίζουν, όπως χθες. Υπάρχει, εντούτοις, μια ενδιαφέρουσα, για την ειρωνεία της, διαφορά ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Τότε η συγκολλητική ουσία της συμμαχίας ήταν η οργή, που την εκμεταλλεύθηκαν ο εθνολαϊκισμός της πλατείας ως όχημα προς την εξουσία· τώρα, όμως, τους υποκινεί ο φόβος μήπως χάσουν την εξουσία και ηττηθεί ο λαϊκισμός.
Μόνο μία δυνατότητα ανοίγεται για τη Νέα Δημοκρατία, υπό αυτές τις συνθήκες: να μην πέσει στην παγίδα της κυβέρνησης, αλλά να εντείνει και να επεκτείνει τον μεταρρυθμιστικό λόγο της. Πόσο θα ήθελε η κυβέρνηση να παρασύρει τη Ν.Δ. στη δική της ατζέντα το δείχνει το προχθεσινό non-paper (αυτό με τα θαυμαστικά…), στο οποίο κατηγορούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως γιο του πατέρα του, με παπανδρεϊκή ορολογία του 1985. Παρ’ όλα αυτά, η στάση της Ν.Δ. χθες στη Βουλή ήταν η μόνη έντιμη στάση, τόσο έναντι της ουσίας του θέματος όσο έναντι και των πολιτών – εκείνων τουλάχιστον που προτιμούν αλήθειες από ψέματα. Αναδεικνύεται ευμενώς μάλιστα, χάρη στη σύγκριση με τον ψοφοδεή ωφελιμισμό των κομμάτων που κατακρίνουν την κυβέρνηση αλλά υπερψηφίζουν τις παροχές της. Τώρα, πρέπει να επιμείνει και να εξειδικεύσει τη γραμμή που θα φέρει περισσότερους πολίτες κοντά στην «αλήθεια», όπως τη λέει η Ν.Δ. – εγώ προτιμώ να τη λέω πραγματικότητα. Τι λέω όμως; Οι Ελληνες πιο κοντά στην πραγματικότητα! «Vaste programme», όπως είπε ο Ντε Γκωλ, όταν είδε επάνω σε ένα γαλλικό τζιπ γραμμένο το σύνθημα «Mort aux cons»…
Πηγή: Καθημερινή