Αντώνης Καρακούσης
Οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα εμφανίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη βέβαιο νικητή των επόμενων εκλογών και μάλιστα τον φέρουν να προηγείται με διπλάσια ποσοστά εκείνων του Αλέξη Τσίπρα.
Επιπλέον θέλουν την παράσταση νίκης υπέρ του κ. Μητσοτάκη με συντριπτικά ποσοστά και τον ίδιο υπερέχοντα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.
Ωστόσο παρ’ ότι οι διαφορές εμφανίζονται μεγάλες και η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ πανθομολογείται – ουδείς, ούτε οι κυβερνώντες αμφισβητούν τη μεγάλη φθορά του κυβερνώντος κόμματος – τα ποσοστά που εμφανίζεται να λαμβάνει η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ξεπερνούν το 30%.
Κανονικά αν ήταν σαρωτική η επικράτηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα αποτυπωνόταν και στα αποτελέσματα των ερευνών.
Τα δημοσκοπικά ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας θα είχαν εκτιναχθεί πάνω από το 30% και θα δημιουργούσαν περιβάλλον ικανό να προσφέρει νίκη αυτοδυναμίας στον κ. Μητσοτάκη.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει υποστηριχθεί μέχρι τώρα σχεδόν από κανέναν ερευνητή.
Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει επιφύλαξη και σχετική ανασφάλεια ως προς τη νεοδημοκρατική επίδοση στις επόμενες εκλογές, όταν αυτές γίνουν.
Με άλλα λόγια, το δημοσκοπικό αποτέλεσμα της Νέας Δημοκρατίας δεν συνηγορεί, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, υπέρ μιας καθολικής και αδιαμφισβήτητης επικράτησης.
Δίδει μεγάλο προβάδισμα, είναι αλήθεια,αλλά τίποτε για την ώρα δεν δείχνει ανέφελη νίκη.
Κατά μία εκδοχή τα πρωτογενή στοιχεία των δημοσκοπήσεων, τα λεγόμενα αζύγιστα, δείχνουν την απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων, αλλά παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και για τις δύο συγκρουόμενες πολιτικές ομάδες.
Έτσι, μερίδα ερευνητών των διαθέσεων της κοινής γνώμης εμφανίζεται ιδιαιτέρως προβληματισμένη για το φαινόμενο, το οποίο δικαιολογείται λόγω της μεγάλης φθοράς στην περίπτωση του κ. Τσίπρα, αλλά δεν ταιριάζει με την προπαγανδιζόμενη πανηγυρική επικράτηση του κ. Μητσοτάκη.
Ορισμένοι νοιώθουν ότι το εκλογικό σώμα τείνει να επανέλθει στην κατάσταση ρευστότητας που βρέθηκε το 2012. Και τότε είχαν παρατηρηθεί αντίστοιχα ευρήματα στις δημοσκοπήσεις.
Η νεοδημοκρατική υπεροχή φαινόταν μεν,αλλά η δυναμική της μεγάλης νίκης δεν προέκυπτε.
Κάπως έτσι θυμίζουν προέκυψε η ψυχρολουσία του 18%,το οποίο δεν μπορούσε να αποδεχθεί τότε ο κ. Σαμαράς.
Χρειάστηκε η επιστράτευση σκληρών διλημμάτων για να επιτύχει πύρρειο νίκη με 28% στις δεύτερες εκλογές του 2012.
Στην παρούσα περίοδο, μετά και την πολλαπλή απογοήτευση που προκάλεσε με τη στάση του ο κ. Τσίπρας, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να διακατέχεται περισσότερο από αισθήματα γενικής αμφισβήτησης των πάντων, παρά από αισθήματα εμπιστοσύνης προς τη Νέα Δημοκρατία, η οποία κουβαλά όλα τα αμαρτήματα της προηγούμενης περιόδου και η ανανέωσή της δεν είναι τέτοια που να την απελευθερώνει από τα βάρη του παρελθόντος.
Επιπλέον δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητα τα συμβαίνοντα στον κόσμο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι αντισυστημικές τάσεις δηλαδή που υπήρχαν και ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω με την επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και εσχάτως μετά την ήττα του Ματέο Ρέντσι στο ιταλικό δημοψήφισμα.
Αν η τάση είναι να επικρατούν παντού αντισυστημικές δυνάμεις γιατί άραγε να επιβραβευθεί στην Ελλάδα του λαϊκισμού και αντισυστημισμού, ένας από τους πιο συστημικούς της ελληνικής πολιτικής ζωής;
Ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.
Ωστόσο, η φθορά του κ. Τσίπρα είναι δεδομένη, όπως δεδομένη είναι και η αδυναμία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεσηκώσει την κοινωνία και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα απόλυτης επικράτησης.
Οπότε δεν χωρούν προκαταβολικοί πανηγυρισμοί,ούτε εκδηλώσεις αλαζονείας από το κόμμα του κ. Μητσοτάκη.
Αντιθέτως επιβάλλονται σκληρή δουλειά, βαθιές επεξεργασίες, συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση και αγάπη για τον χειμαζόμενο λαό, που δεν ξέρει τι του ξημερώνει…
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ