Νίκος Κωνσταντάρας
Είναι πιθανό η τύχη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να κρίνεται σήμερα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία και αυτό των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία. Μετά τα πλήγματα του Brexit και της προσφυγικής κρίσης, μια πολιτική και οικονομική κρίση στην Ιταλία και επικράτηση του ακροδεξιού Αυστριακού υποψηφίου (ο οποίος απειλεί με δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της χώρας του στην Ε.Ε.) θα μπορούσαν να καταδικάσουν την Ενωση. Εάν συμβεί το μοιραίο, ιστορικοί του μέλλοντος θα αναζητούν τις αιτίες στα μεγάλα ρεύματα της εποχής και στο θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατικής Ευρώπης, το οποίο δεν ήταν ικανό να τα διαχειριστεί.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις, με κυριότερη απ’ αυτές ίσως την αδυναμία των χωρών-μελών να διασφαλίσουν το επίπεδο ζωής που παρείχαν στους πολίτες τους, και δεν διαθέτει τους μηχανισμούς και τις πολιτικές για να τις αντιμετωπίσει επαρκώς. Το εθνικό συμφέρον κυριαρχεί στην πολιτική, ενώ η συλλογική προσπάθεια είναι η μόνη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ή να διατηρήσει τη σταθερότητα. Η πίεση στην εσωτερική πολιτική σκηνή περιορίζει την ικανότητα των ηγετών (τουλάχιστον όσων το επιχειρούν) να διαχειριστούν προβλήματα με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη ευημερία –ή επιβίωση– της χώρας τους. Ο εθνοκεντρισμός απαιτεί τα μέγιστα οφέλη αμέσως και συνεχώς. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός ή συνεργασία με άλλες χώρες εμφανίζεται ως ήττα της κυβέρνησης και οδηγεί στην αποπομπή της στις επόμενες εκλογές.
Οι ιστορικοί θα εστιάσουν την προσοχή τους στις σημερινές ηγεσίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, που δεν κατάφεραν να συνεργαστούν ώστε να αποτρέψουν το μοιραίο, καθώς και στα προβλήματα που ανέκοψαν την ενοποίηση. Σίγουρα, όμως, θα λάβουν υπ’ όψιν και την ευθύνη των πολιτών – αυτών που, ενώ ζούσαν σε ένα σύστημα που τους προσέφερε το μεγαλύτερο πλέγμα ασφάλειας και ευημερίας που υπήρξε ποτέ στη Γη, επέλεξαν να το καταστρέψουν για να δείξουν την οργή τους για τις αδυναμίες του, ακριβώς τη στιγμή που το εγχείρημα δέχθηκε τις πρώτες σοβαρές απειλές. Οι ψηφοφόροι που θα έχουν επιφέρει αυτό το πλήγμα δεν θα είναι οι παραπλανημένες μάζες εγκλωβισμένες στη μονοπωλιακή προπαγάνδα αυταρχικών καθεστώτων που βλέπαμε στο παρελθόν, αλλά μορφωμένοι και πληροφορημένοι, ελεύθεροι πολίτες δημοκρατικών χωρών που επέλεξαν να πλήξουν την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Οσο και αν ευθύνονται πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης για την πορεία των χωρών, όσο και αν η τύχη λαών εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία κρατικών θεσμών, οι πολίτες φέρουν και αυτοί ευθύνη για τις εξελίξεις: είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν όποιον θέλουν.
Είναι εντυπωσιακό και συνάμα τραγικό ότι όσο καλά πληροφορημένοι και να είναι, οι πολίτες μπορούν να δρουν με τρόπο που να θέσουν σε κίνδυνο το συμφέρον τους. Πώς μπορεί ο φτωχός να ψηφίζει αυτούς που θα μειώσουν την κοινωνική προστασία από την οποία αυτός εξαρτάται; Πώς μπορεί νοήμων άνθρωπος να σαγηνευθεί από υποσχέσεις όταν γνωρίζει ότι είναι αδύνατο να εκπληρωθούν; Πώς εξηγείται λαοί να στηρίζουν ενθουσιωδώς δυνάμεις που φαίνονται ανεύθυνες και επικίνδυνες και που θα τους οδηγήσουν σε περιπέτειες;
Πώς είναι δυνατόν άτομα, που στην καθημερινότητά τους μπορεί να συμπεριφέρονται με γνώμονα την προστασία και την ευημερία της οικογένειας και της χώρας τους, να δρουν σαν πυρπολητές ή ιδανικοί αυτόχειρες τη στιγμή της μεγαλύτερης ευθύνης – όταν ψηφίζουν;
Στην «Ψυχολογία του Πλήθους» του 1895, ο Γκούσταβ Λε Μπον παρατήρησε: «Με το που γίνεται μέλος οργανωμένης ομάδας, ο άνθρωπος κατεβαίνει πολλά επίπεδα στην κλίμακα του πολιτισμού». Εξηγεί ότι στο πλήθος ο άνθρωπος «διαθέτει την παρορμητικότητα, τη βία, αλλά και τον ενθουσιασμό και τον ηρωισμό πρωτόγονων όντων». Σήμερα δεν μιλάμε για «πολιτισμένους» και «βάρβαρους», και τα πάθη που εγείρονται μέσα σε ένα πλήθος ίσως να μην είναι ακριβώς ίδια με αυτά σε μάζες ψηφοφόρων, όπου ο καθένας σκέφτεται και παθιάζεται μέσα σε ένα ιδεατό πλήθος. Βασικό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, είναι ότι το άτομο έχει την ψευδαίσθηση ότι μέσα στη μάζα δεν κινδυνεύει και δεν ευθύνεται για τις πράξεις του. Στις μέρες μας προστίθεται –και κυριαρχεί– το προσωπικό παράπονο.
Το ακούσαμε στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στην Ελλάδα, και σήμερα στην Ιταλία και την Αυστρία, στην Ολλανδία και σε πολλές άλλες χώρες: ότι οι «πολιτικές ελίτ» δεν νοιάζονται για τους πολίτες, τα «συστημικά» μέσα επικοινωνίας δεν σέβονται την ανασφάλεια των πολιτών, ότι «οτιδήποτε είναι καλύτερο απ’ αυτό». Αντί να αναζητούν αυτούς που τους σέβονται, όμως, πολλοί ψηφίζουν σε ένα τοπίο περίεργου πολιτικού πρωτογονισμού. Με τυφλή εμπιστοσύνη ότι το κακό δεν θα επισυμβεί, ότι κάποιο αόρατο χέρι θα το αποτρέψει. Και αν συμβεί το μοιραίο, είναι σίγουροι ότι κάποιοι άλλοι φταίνε. Εάν αρκετοί πολίτες ήθελαν καλύτερα κόμματα, καλύτερες πολιτικές, θα υπήρχαν.
Πηγή: Καθημερινή