Μαρία Κατσουνάκη
Η σύγκριση είναι άνιση και άδικη, αλλά, δυστυχώς, αναπόφευκτη: ο Μπαράκ Ομπάμα συνδιαλέγεται με την Ιστορία, ο Αλέξης Τσίπρας με την πρωθυπουργία του και μάλιστα σε κρίση. Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε, στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου στο Μέγαρο Μαξίμου, με άλλη αφορμή: «Δεν υπάρχουν συγκρίσεις μεταξύ χωρών». Το σχόλιό του ήταν απάντηση σε ερώτηση για τον Τραμπ, το Brexit και τη Λεπέν, αλλά, και πάλι, η πρόκληση να παρασυρθεί κανείς από την αυθαιρεσία των συνειρμών είναι ακατανίκητη.
Ναι, οι «συγκρίσεις δεν υπάρχουν» και την ίδια στιγμή δεν μπορεί κανείς να τις αποφύγει όταν οι ηγέτες δύο κρατών στέκουν δίπλα δίπλα εκπροσωπώντας λαούς, συμφέροντα, πολιτικές, εκθέτοντας σκέψεις, απόψεις και εκτιμήσεις.
Ο Ομπάμα, βέβαια, δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με άλλους ηγέτες γιατί έχει την ικανότητα να εκφράζει και την ίδια στιγμή να υπερβαίνει την εποχή, τις κρίσεις, τα προβλήματα που περιγράφει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί έχει βάθος και καταβολές, ικανότητα να απευθύνεται στον λαό χωρίς να χαρίζεται ή να εκπίπτει σε εύκολες αναφορές και φθαρμένα σχήματα. Μπορεί να μιλάει για την κρίση, την παγκοσμιοποίηση, την αβεβαιότητα, την απώλεια προσανατολισμού και να προσθέτει την «απώλεια ταυτότητας, εθνικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής», η οποία ανοίγει αμέσως μια διαφορετική διαδρομή ανάμεσα σε λέξεις που εύκολα αθροίζονται σε επίσημες ομιλίες. Μπορεί να λέει ότι «το μέλλον του κόσμου θα οριστεί από τα κοινά και όχι από τις διαφορές», ότι «δεν κερδίζουμε πάντα βραχυπρόθεσμα αλλά μακροπρόθεσμα θα βγούμε κερδισμένοι» κι ενώ οι φράσεις δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους παρασύρουν, δίνοντας ελπίδα και ανάταση.
Ο Ομπάμα προσφέρει βεβαιότητα, γιατί γνωρίζει και το επαναλαμβάνει με κάθε αφορμή ότι «το απόλυτο είναι ανέφικτο», μόνο «το καλύτερο είναι πιθανό». Εκθέτει τις ρωγμές όχι ως αδυναμία, αλλά ως αίσθημα προσωπικής ευθύνης. Επιστρέφοντας στο βιβλίο του «Τολμώ να ελπίζω» (2006) –κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2007 (από τις εκδόσεις Πόλις)– αντιλαμβάνεσαι πως ό,τι αποκαλούμε παιδεία και καλλιέργεια δεν είναι μια συρραφή αναφορών σε ποιητές, φιλοσόφους ή λογοτέχνες. Με αναδρομές στην αμερικανική ιστορία, σε προσωπικά βιώματα, στα δικά του πρώτα βήματα στη Γερουσία, στους σκοπέλους με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπος κάθε πολιτικός, τις ήττες και τα τραύματα, τις τρομακτικές αδικίες, την ασχήμια αλλά και την ομορφιά της χώρας του, γράφει: «…Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τελείως τις εντάσεις. Συχνά, οι αξίες συγκρούονται γιατί υπόκεινται σε στρεβλώσεις και υπερβολές στα χέρια των ανθρώπων. Η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία μπορεί να μεταμορφωθούν σε εγωισμό, ασυδοσία· η φιλοδοξία μπορεί να γίνει απληστία και επιθυμία για επιτυχία με κάθε τίμημα. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας, έχουμε δει κατ’ επανάληψη τον πατριωτισμό να εκφυλίζεται και να γίνεται εθνικισμός, ξενοφοβία και τυραννία. Εχουμε δει τη θρησκευτική πίστη να σκληραίνει και να γίνεται ηθικολογία, στενομυαλιά και σκληρότητα απέναντι στους άλλους. Ακόμη και η φιλανθρωπία μπορεί να εκτραπεί και να γίνει πατερναλισμός, αδυναμία να αναγνωρίσουμε ότι οι άλλοι μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους».
Η αποδοχή που συγκεντρώνει ο Ομπάμα δεν οφείλεται τόσο στην πολιτική όσο στην πολιτισμική υπεροχή του. Οταν χρησιμοποιεί λέξεις που αναφέρονται σε αρχές και αξίες, στην «τιμιότητα», στη «δικαιοσύνη», στην «ταπεινοφροσύνη», στην «καλοσύνη», στην «ευγένεια», στη «συμπόνια», δεν διακρίνεις κενό και διάσταση ανάμεσα στις λέξεις και στις πράξεις ακόμη κι αν τα αποτελέσματα δεν δικαιώνουν πάντα τις προθέσεις του. Γνωρίζει, ίσως, ότι ο πολίτης συγχωρεί την αποτυχία αλλά όχι τον εμπαιγμό. Ειδικά όταν η αποτυχία ομολογείται και ο εμπαιγμός δεν εμφανίζεται ως θυσία για τη χώρα.
Πηγή: Καθημερινή