Γιώργος Παπαϊωάννου
Πριν από περίπου έναν χρόνο, τέτοια εποχή, ξεκινούσε η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία προσέλκυσε περίπου 5 δισ. ευρώ. Ηταν η εποχή που ο Αλέξης Τσίπρας είχε κάνει τη «στροφή», είχε υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο, και είχε νωπή λαϊκή εντολή κερδίζοντας τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015.
Τότε, οι επενδυτές πίστευαν ότι θα άρπαζε την ευκαιρία, προχωρώντας γρήγορα στο κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, αν όχι μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, που προέβλεπε το Μνημόνιο, μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ώστε να άνοιγε στη συνέχεια η συζήτηση για το χρέος, η οποία θα ολοκληρωνόταν κάποια στιγμή το πρώτο εξάμηνο του 2016, και τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονταν δεκτά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.
Αυτό ήταν το σενάριο που είχαν «αγοράσει» οι επενδυτές και έβαλαν 5 δισ. ευρώ στις τράπεζες. Πόνταραν ότι με το κλείσιμο της αξιολόγησης και την ένταξη στο QE, η οικονομία θα αποκτούσε δυναμική, που θα έβγαζε τη χώρα από την ύφεση και θα έδινε αξία στις επενδύσεις τους.
Δυστυχώς υπολόγιζαν χωρίς… τον ξενοδόχο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σύντομα επέστρεψε στις παλιές της συνήθειες και στις ατέρμονες διαπραγματεύσεις με την τρόικα για να φθάσει έναν χρόνο μετά να κλείσει ασθμαίνοντας την πρώτη αξιολόγηση. Στο μεταξύ, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών υποχώρησαν, όσοι έβαλαν λεφτά στην ανακεφαλαιοποίηση τα έχασαν, το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον ατόνησε, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να γυρίζουν την πλάτη στην Ελλάδα.
Και ξαφνικά, ο κ. Τσίπρας, με το καθυστερημένο κλείσιμο της αξιολόγησης, θυμήθηκε τη μνημονιακή υποχρέωση να ανοίξει η συζήτηση για τη συμφωνία που θα καταστήσει βιώσιμο το χρέος και θα ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE. Εναν χρόνο τώρα τι έκανε η κυβέρνησή του; Ούτε τα στοιχεία για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων δεν κατάφερε να συγκεντρώσει στην ώρα τους, με αποτέλεσμα να εκκρεμούν ακόμα τα 1,7 δισ. ευρώ της τελευταίας δόσης που αφορούν τα ληξιπρόθεσμα.
Η κυβερνητική αδυναμία να χειριστεί με επάρκεια τις μνημονιακές υποχρεώσεις οδήγησε τη χώρα σε απομόνωση. Ετσι, η απαίτηση του Πρωθυπουργού να ανοίξει τώρα η συζήτηση για το χρέος, ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα το συντομότερο δυνατόν στο QE και να γίνει πόλος επενδύσεων, δεν βρίσκει απήχηση ούτε… στους ψηφοφόρους του. «Αν η Ιστορία αποτελεί οδηγό, οι καθυστερήσεις και οι συγκρούσεις της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους είναι πολύ πιθανές» αναφέρει για τη δεύτερη αξιολόγηση η JP Morgan και εκτιμά ότι η αξιολόγηση μπορεί να «τραβήξει» έως τα μέσα του 2017.
Βεβαίως, ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι ο Φρανσουά Ολάντ και η Ανγκελα Μέρκελ, που έχουν εκλογές το 2017, δεν επιθυμούν να έχουν ανοικτό μέτωπο με την Ελλάδα, το οποίο θα εκμεταλλευτούν σε βάρος τους τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Μαρίν Λεπέν και των Εναλλακτικών και πιέζει για λύση τώρα. «Κανείς δεν επιθυμεί νέες αναταράξεις, εν όψει μάλιστα μιας εκλογικής χρονιάς για κρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες» προειδοποίησε από τις Βρυξέλλες κατά τη Σύνοδο Κορυφής.
Ομως αντί να προσπαθεί να εκβιάζει μια λύση, έχει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκπλήξει θετικά κλείνοντας τη δεύτερη αξιολόγηση, όπως ο ίδιος λέει, μέχρι το τέλος του έτους, και να ανακτήσει μέρος της χαμένης αξιοπιστίας του. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ