Κωνσταντίνος Ζούλας
Αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο να φανεί αφόρητος ο πρόλογος, επιτρέψτε μου ένα απόσπασμα της συνεδριακής ομιλίας του Αλ. Τσίπρα: «Δεν μπορεί», είπε, «να χαράζεται η κυβερνητική πολιτική έξω από το κόμμα. Οπως και δεν μπορεί να χαράζεται στρατηγική σε ορισμένα υπουργεία αγνοώντας τις επεξεργασίες των ΕΠΕΚΕ» – σ.σ.: πρόκειται για τις Συριζαϊκές «Επιτροπές Παραγωγής και Ελέγχου του Κυβερνητικού Εργου» (sic).
Δίκιο δεν έχει να λέει ότι οι υπουργοί δεν μπορούν να κάνουν του κεφαλιού τους; θα αναρωτηθούν κάποιοι. Προφανώς. Μόνο που ο κ. Τσίπρας ξέχασε μια λεπτομέρεια. Οτι τυγχάνει και πρωθυπουργός και ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα και τη νομοθεσία έχει τρεις πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες: 1. Να διασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και να κατευθύνει τις ενέργειές της. 2. Να προσδιορίζει το κυβερνητικό έργο. 3. Να συντονίζει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Επομένως ποιος φταίει που οι υπουργοί κάνουν του κεφαλιού τους, αν όχι ο κ. Τσίπρας που ενώ όφειλε να τους συνετίσει, τούς κατήγγειλε;
Θα μου πείτε, με αυτή τη ανθυπολεπτομέρεια βρήκες να ασχοληθείς; Ναι, και θα εξηγήσω τον λόγο. Αν δει κανείς ψυχρά τις τελευταίες τοποθετήσεις του πρωθυπουργού, θα διαπιστώσει ότι μοιάζει πλέον να απευθύνεται σε πολίτες που έχουν υποστεί μαζική λοβοτομή. Το έχει τερματίσει που λένε. Μόνον έτσι εξηγείται ότι βρήκε προχθές το θράσος να υποστηρίξει ότι «το δημοψήφισμα του Ιουλίου θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μας σαν η μεγαλύτερη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας και των αγώνων του λαού μας». Ξεχνώντας βέβαια ότι σε αυτό το δημοψήφισμα μας οδήγησε η διαπραγμάτευση ενός ανεκδιήγητου τύπου τον οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε εκ των υστέρων «ανόητο». Οπως κι ότι αυτόν τον «ανόητο» ο ίδιος τον επέλεξε και κατόρθωσε να ζημιώσει τη χώρα με 86 δισ. ευρώ, αφήνοντάς μας και πεσκέσι τα capital controls.
Το ερώτημα κατόπιν τούτου είναι πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον κ. Μητσοτάκη ένας πρωθυπουργός που καθημερινά πλέον δεν διστάζει να λέει ανενδοίαστα ψέματα βαφτίζοντας το ψάρι κρέας. Κατά την άποψή μου, μόνον αν δεν πέφτει στο επίπεδό του. Και το επισημαίνω γιατί ο πρόεδρος της Ν.Δ. στην τελευταία του κοινοβουλευτική παρουσία παρασύρθηκε σε αρκετές στιγμές ενδυόμενος το στυλ Τσίπρα. Φτηνές προσωπικές επιθέσεις, μαγκιά, αλαζονεία και γενικώς μια σχολή που ταιριάζει γάντι μεν στο προφίλ Τσίπρα, αλλά επουδενί στον κ. Μητσοτάκη.
Θα γίνω πιο συγκεκριμένος εκτιμώντας ότι δεν είναι μόνον προσωπικές μου σκέψεις. Αυτό που εναγωνίως αποζητούμε –και δεν βλέπουμε– από τη Ν.Δ. είναι ένα συνολικό σχέδιο που να πείθει ότι ο στόχος της δεν είναι απλώς να εφαρμόσει καλύτερα τα μνημόνια. Και τούτο διότι όσοι έχουμε σώας τας φρένας έχουμε πια καταλάβει ότι αυτό που ζει η χώρα δεν είναι κρίση, αλλά η νέα της θλιβερή πραγματικότητα που απαιτεί δραστικές και επώδυνες λύσεις πέραν των απαιτήσεων των δανειστών.
Θα διατυπώσω κάποια ενδεικτικά ερωτήματα που μάλλον έχουμε όλοι: Από πού θα αντλήσει πόρους η Ν.Δ. για να μειώσει τη ληστρική φορολογία; Πώς θα μειώσει τον ΕΝΦΙΑ; Τι θα κάνει με τις συντάξεις των 800.000 ανθρώπων που είναι κάτω των 65 ετών και εξακολουθούν να μας κοστίζουν 8,6 δισ. ευρώ κατ’ έτος; Ποιες συγκεκριμένες πολιτικές έχει για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τι θα πράξει με τη Δικαιοσύνη, ποιες δομικές αλλαγές δρομολογεί στην Παιδεία, πώς θα αντιστρέψει την καθολική αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος;
Κατά τη γνώμη μου με αυτές τις πολιτικές απαντήσεις που θα εκθέτουν παράλληλα ως καταστροφικές τις επιλογές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οφείλει διαρκώς να αποδομεί ο κ. Μητσοτάκης την κυβέρνηση και όχι αναδεικνύοντας αν σπούδασε στο Χάρβαρντ ή αν τα παιδιά του κ. Τσίπρα φοιτούν σε ιδιωτικό σχολείο. Τα τελευταία είναι επιχειρήματα για τους δημοσιογράφους, όχι για έναν δυνάμει πρωθυπουργό που καλείται να πείσει ότι διαθέτει πλήρες σχέδιο για την ανάταξη της χώρας.
Και κάτι τελευταίο. Είναι καθ’ όλα αφελές το αντεπιχείρημα ότι «αν τα πούμε όλα τώρα, τι θα λέμε πριν από τις εκλογές» που ακούγεται από όσους στην Πειραιώς έχουν δέσει τον γάιδαρό τους πως η Ν.Δ. θα έλθει ούτως ή άλλως στην εξουσία εν τη απογνώσει των πολιτών για την ανερμάτιστη πολιτική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αν κάτι χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε ο κ. Μητσοτάκης είναι να επαναδιεκδικήσει τη θετική ψήφο των πολιτών και κατ’ επέκταση την ενεργή συναίνεσή τους (και όχι την απάθειά τους) για τις δύσκολες αποφάσεις που εκ των πραγμάτων θα πρέπει να λάβει. Κι αυτή η εμπιστοσύνη δεν κτάται στις 30 μέρες της προεκλογικής περιόδου.
Πηγή: Καθημερινή