της Μαρίας Κατσουνάκη
Η συζήτηση στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα περί διαπλοκής και διαφθοράς δεν μας έκανε ούτε πολιτικά πλουσιότερους ούτε πνευματικά σοφότερους. Δύσκολο, ούτως ή άλλως, να εμφανιστεί κάποιος πολιτικός ρηξικέλευθος και καινοτόμος, σε ένα θέμα που συζητείται σταθερά τα χρόνια της κρίσης με τα ίδια μηδαμινά αποτελέσματα. Η διαφθορά- διαπλοκή προσφέρεται κυρίως για κορώνες και ατάκες από όλους προς όλους, με προνομιούχο το πεδίο κυβέρνησης – αντιπολίτευσης.
Εκνευρισμός, αλαζονεία, προπέτεια, μαγκιά, σχόλια ειδικά μελετημένα για ανάρτηση και διάδοση στα social media, χιούμορ του ύφους «να πιάσουμε κανένα λαγό να κονομήσουμε σ’ αυτόν τον τόπο», ο «λαϊκισμός» αγαπημένο επιχείρημα της αντιπολίτευσης, η Siemens σταθερή επωδός της κυβέρνησης, Ιερό Δισκοπότηρο όλων των πλευρών ο «ελληνικός λαός». Σταχυολογούμε: «για να μάθει ο ελληνικός λαός», «ανήκουν στον ελληνικό λαό», «πληρώνει με αίμα ο ελληνικός λαός», «αλλά ξέρει ο ελληνικός λαός», «οφείλετε απάντηση στον ελληνικό λαό»… Μόνο που ο «ελληνικός λαός»… είναι απών. Μπορεί να εξυπηρετεί τους λογογράφους, να τονώνει την αντίληψη περί δημοκρατίας η επίκλησή του, αλλά πάει καιρός τώρα που διαφεύγει των χαρακτηρισμών αλλά και των δημοσκοπήσεων.
Ο «ελληνικός λαός» είναι απρόβλεπτος, όλο και περισσότερο αμέτοχος, συγκεντρωμένος σε χρέη, υποχρεώσεις και αριθμούς που δεν βγαίνουν. Οι από του βήματος της Βουλής ομιλίες των πολιτικών αρχηγών έχουν όλο και λιγότερους αποδέκτες.
Οι επικοινωνιολόγοι παροτρύνουν, καθώς φαίνεται εκ του αποτελέσματος, σε υψηλούς τόνους, συνιστούν όξυνση, ευθείες βολές. Προεξοφλούν («ο ελληνικός λαός δεν θα πιστέψει ξανά έναν αδίστακτο λαϊκιστή»), επιδίδονται σε λεκτικές πιρουέτες («η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος είναι λαϊκισμός για εσάς»).
Κι αυτή η διαρκής αναφορά «της λάσπης στον ανεμιστήρα»… Ολα ηχούν πιο παλιά από τα παλιά. Οι 12 προτάσεις «για την καταπολέμηση της διαφθοράς» του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση διαλόγου, όμως ελάχιστα απασχόλησαν γιατί εκείνο που μετράει στον τελικό απολογισμό είναι η ατάκα («Κοσκωτάς – Τσίπρας ένας Μαντζουράνης δρόμος») και όχι η ουσία.
Το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να αναπαράγει έναν φθαρμένο εαυτό. Και το χειρότερο: φαίνεται πια στις λέξεις, στις κινήσεις του σώματος των πολιτικών αρχηγών η αγωνία να αποδείξουν ότι πρεσβεύουν το καινούργιο και διαφορετικό. Κι αν όχι το «καινούργιο», τουλάχιστον το αναβαπτισμένο. Ομως η υπερπροσπάθεια αναγνωρίζεται και μεταφράζεται σε κυνισμό και επανάληψη.
Δεξιός και αριστερός λαϊκισμός, η εξάλειψη κάθε χροιάς πνευματικότητας από τον πολιτικό λόγο – που δεν διορθώνεται ούτε με αναφορές στον Χέγκελ ούτε στον Ρουσό. Ούτε με αναρτήσεις στο twitter για τον «Ντάριο Φο που μας άφησε σήμερα και τον Μπομπ Ντίλαν που κέρδισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας» από τον πρωθυπουργό. «Εδωσαν σε όλους μας τη δύναμη να πιστέψουμε στον άνθρωπο και την ικανότητά του να αλλάζει τη ζωή του, ένα διαρκές κάλεσμα για δράση. Αυτά είναι στοιχεία του πολιτισμού που εμπνέει και την πολιτική δράση της αριστεράς διαχρονικά», έγραψε στον λογαριασμό του ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν κατοχυρώνεται «αριστερό πλεονέκτημα» με τουιταρίσματα. Μια πολιτική δομημένη στο ψέμα και στον λαϊκισμό δεν μακιγιάρεται, δεν μεταμορφώνεται με «ευγνώμονες» αναφορές σε δημοφιλείς και καταξιωμένους δημιουργούς.
Η έλλειψη πνευματικότητας στην ελληνική πολιτική σκηνή μπορεί να μην συνδέεται άμεσα με τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Ποιος, όμως, μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχουν και καμία σχέση;
Πηγή: Καθημερινή