της Μαρίας Κατσουνάκη
Η δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώς Φωτίου, σε εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει αντιδράσεις. Είπε ότι μόνο το 25% των δημοσίων υπαλλήλων του υπουργείου της (σ.σ.: αριθμεί 1.100 εργαζομένους, όπως διαβάζουμε) είναι «νέοι άνθρωποι που ξέρουν γράμματα και με βοηθούν». Ενα άλλο 25%, που είναι διευθυντικά στελέχη, το κατηγόρησε ότι την υπονομεύει. Κάποιοι μάλιστα, τόνισε, στέλνουν από μόνοι τους εγκυκλίους για τις οποίες και η ίδια, εκ των υστέρων, απορεί… «Αν δεν είχα νομικούς συμβούλους δίπλα μου, για αυτά που μου φέρνουν να υπογράψω θα πήγαινα φυλακή», πρόσθεσε. Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ αναμενόμενη. Η Ομοσπονδία Συλλόγων Υπουργείου Εργασίας αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί για τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς με στάση εργασίας, η κ. Φωτίου, μετά τις διαστάσεις που πήρε το θέμα, προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις: «Η εμπειρία μου τους 18 μήνες που βρίσκομαι στο υπουργείο και συνεργάζομαι με το προσωπικό των υπηρεσιών της Πρόνοιας είναι ιδιαίτερα θετική και αποδοτική».
Τι είπε, δηλαδή, η κ. Φωτίου για την κατάσταση της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα, που δεν έχει επανειλημμένως ειπωθεί με διάφορους λιγότερο ή περισσότερο κομψούς τρόπους; Τι προκάλεσε την έκρηξή της, ελεγχόμενη ή μη, εσκεμμένη ή παρορμητική; Ηθελε να στείλει κάποιο «μήνυμα» ή ονόμασε υπονομευτές το τμήμα του προσωπικού του υπουργείου το οποίο δεν μπορεί να «ελέγξει»; Είναι εκδήλωση παλαιοκομματικού αυταρχισμού ή δίκαιη οργή; Οπως και να ’χει ψήφοι είναι (ή ήταν) αυτές, η αναδίπλωση αναγκαία, σύμφωνα πάντα με το ίδιο, φθαρμένο, εγχειρίδιο, αυτοματοποιημένης, υπουργικής συμπεριφοράς. Είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς σε ποιο βαθμό το 25% αντέδρασε στη συριζοποίησή του ή η υπουργός έχει αποδείξεις ότι της τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Και επιχειρήματα, εκατέρωθεν, να ακούσει κανείς, πάλι σε ασφαλές συμπέρασμα δεν μπορεί να καταλήξει.
Μέσα σε μια δήλωση και μια αντίδραση συμπυκνώθηκε ό,τι παρακολουθούμε επί χρόνια στη δημόσια διοίκηση της χώρας. Νέο επεισόδιο κομματοκρατίας που επικάθεται στο ίδιο κακοφορμισμένο σώμα.
Το ενδιαφέρον πάντως, σε αυτή τη σύντομη αναταραχή, είναι ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν αναφέρθηκε στη μόνη λέξη που θα αποτελούσε και μια πρόταση: αξιολόγηση. Η διαδικασία που εξασφαλίζει την εγρήγορση και τη διά βίου μάθηση του υπαλλήλου, άρα συμπορεύεται με την αξιοκρατία, όχι απλώς εξορίζεται αλλά ακυρώνεται στην πράξη. Ποιο άλλο σύστημα έχει τη δυνατότητα να προστατεύει και τον δημόσιο υπάλληλο από την απαξίωση και τον εκάστοτε υπουργό από την υπονόμευση, εκτός από την αξιολόγηση; Η αξιολόγηση μπορεί να εγγυηθεί τη βελτίωση ενός οργανισμού ή μιας υπηρεσίας, μπορεί να θέσει κριτήρια αποδεκτά που δεν θα καταλύονται και δεν θα αμφισβητούνται για λόγους πολιτικούς ή προσωπικούς. «Αποδεκτά»: η αμέσως επόμενη, μετά την «αξιολόγηση», λέξη, πάνω στην οποία προσκρούει, από πεποίθηση ή από πρόθεση, η όποια προσπάθεια. Αν και η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε φτάσει καν στην «προσπάθεια». Ο διακεκριμένος αστροφυσικός της NASA και ακαδημαϊκός δρ Σταμάτης Κριμιζής σε «Γεύμα» του στην «Κ» (3/07/2016) είχε απαντήσει στην ερώτηση, «εσείς, αξιολογείστε κάθε χρόνο δηλαδή, εδώ και μισόν αιώνα;», ως εξής: «Απολύτως. Εδώ, ακούω από συναδέλφους μου, πολλές φορές: “ποιος θα αξιολογήσει ε-μέ-να;”. Αυτό με ενοχλεί αφάνταστα. Ολοι αξιολογούμαστε… Από τον χαμηλότερο υπάλληλο μέχρι τον διευθυντή του εργαστηρίου. Κάθε χρόνο. Πεπραγμένα! Τι έκανες, τι σκόπευες να κάνεις και δεν έκανες. Αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα».
Πηγή: Καθημερινή