του Γιάννη Πρετεντέρη
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταχεία αποδόμηση που καταγράφεται πλέον σε όλες τις δημοσκοπήσεις και μια ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης προκαλούν πολλές απορίες, ερωτηματικά και δυσπιστία – είναι πολύ γρήγορο για να είναι αυτονόητο.
Δεν εννοώ μόνο την κακόβουλη δυσπιστία όσων είχαν σπεύσει να σαλπίσουν τα «Χίλια Χρόνια ΣΥΡΙΖΑ» (κατά τα «Χίλια Χρόνια Ράιχ»…) αλλά τώρα διαψεύδονται.
Ούτε την κατανοητή δυσφορία κάποιων που έσπευσαν να νταραβεριστούν με την κυβέρνηση πιστεύοντας ότι «ήλθαν για να μείνουν».
Ούτε καν την ανόητη επιδίωξη του μέσου Ελληνα να επιστρατεύει διάφορες δικαιολογίες για να τρέχει με τον νικητή. «Νέοι άνθρωποι», «καθαροί», «να τους δοκιμάσουμε κι αυτούς»…
Ως γνωστόν, η ανοησία μπορεί να κατασκευάσει πολλά προσχήματα, ακόμη και να ψηφίζει το παλιό και ξεπερασμένο με την επίκληση του νέου και άφθαρτου.
Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ο «Economist» σημείωνε πρόσφατα ότι η ανυπαρξία του Τζέρεμι Κόρμπιν επί τριάντα τέσσερα χρόνια στη Βουλή εκλαμβάνεται από τους οπαδούς του όχι ως τεκμήριο ανικανότητας αλλά ως ένδειξη ακεραιότητας.
Η πραγματικότητα όμως διαμορφώνεται ανεξαρτήτως προγνωστικών και οι εξελίξεις τρέχουν χωρίς χρονόμετρο. Πέρα από τη δυσπιστία, την απορία ή τη δυσφορία υπάρχει και η ανάγκη της ερμηνείας.
Μια ερμηνεία που δυστυχώς δεν αλλάζει και βαραίνει διαχρονικά την Αριστερά από την εποχή του Μανόλη Αναγνωστάκη: τόσοι ήτανε!..
Προ ημερών, ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης που προσπαθούσε να εξηγήσει το ναυάγιο του Τσίπρα στη ΔΕΘ ρωτούσε:
– Μα τόσο απροετοίμαστος πήγε; Δεν είχε προβλέψει ούτε καν ότι θα του κάνουν την αυτονόητη ερώτηση για τα κανάλια;
Αλλά η απάντηση είναι απλή. Γιατί να μην είναι απροετοίμαστος;
Δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που πήγαινε με τα χέρια στις τσέπες και τα πουκάμισα έξω να διαπραγματευτεί στις Βρυξέλλες; Δεν είναι ο ίδιος που έκανε δημόσιο διάλογο με τον Κλίντον σε αγγλικά της κακιάς συμφοράς;
Τι μας κάνει να υποθέσουμε ότι τώρα την Ελλάδα κυβερνάει κάποιος άλλος;
Διότι η ουσία του θέματος είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν κρυφτεί. Εμείς τους μετρήσαμε άλλο μπόι.
Αυτά που πρεσβεύει ο Φίλης και ανατριχιάζει το πανελλήνιο δεν τα ανακάλυψε τώρα. Τα λέει και τα γράφει εδώ και χρόνια – απλώς κανείς δεν έδινε σημασία σε μια εφημερίδα οκτακοσίων φύλλων και σε ένα κόμμα του 4%…
Ολοι είναι γνωστοί σε όσους μπήκαν στον κόπο να τους μάθουν. Και ο Παππάς και ο Σπίρτζης και ο Καλογρίτσας.
Από πού προκύπτει ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να διαχειριστούν με στοιχειώδη επάρκεια (και αφήνω στην άκρη την εντιμότητα…) ένα ζήτημα που οι ίδιοι θεώρησαν κορυφαίας σημασίας, όπως οι τηλεοράσεις; Τι άλλο ζήτημα αναλόγου διαμετρήματος έχουν χειριστεί στη ζωή τους για να χειριστούν κι αυτό;
Υπάρχει κανείς που πιστεύει πως από έντεκα εκατομμύρια Ελληνες ο ενδεδειγμένος για να λύσει το Ασφαλιστικό ήταν ο Κατρούγκαλος; Οτι στη δημόσια υγεία έλειπε ο Πολάκης; Οτι άνθρωποι που γύριζαν έως τώρα από κατάληψη σε καφετέρια μπορούν να διοικήσουν επαρκώς μια χώρα;
Αυτά ακριβώς καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Με ωμότητα, ίσως. Αλλά αυθεντικά.
Και εκ των πραγμάτων είναι η ωριμότητα μιας ολόκληρης χώρας που τίθεται σε αμφισβήτηση. Διότι αυτοί οι άνθρωποι ούτε κληρώθηκαν ούτε διορίστηκαν. Ψηφίστηκαν και μάλιστα δυο, τρεις φορές.
Είναι τυχαίο ότι καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν ανέθεσε σε κάποιους αντίστοιχους να την κυβερνήσουν; Οι ψηφοφόροι από την Μπρατισλάβα έως το Δουβλίνο είναι άραγε λιγότερο ξύπνιοι και καπάτσοι από τον έλληνα ψηφοφόρο;
Το βέβαιο είναι τελικά ότι οι ψευδαισθήσεις τελείωσαν. Τα παραμύθια ξόφλησαν. Κι όλοι ήλθαν στα κυβικά τους.
Τώρα ζούμε απλώς το τέλος του παιχνιδιού. Το οποίο όσο αργεί να τελειώσει τόσο περισσότερο θα κοστίσει.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ