του Αποστόλη Δημητρόπουλου*
Η ηγεσία της ΟΛΜΕ έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα τις θέσεις της επί των προτάσεων Λιάκου-Γαβρόγλου για τις αλλαγές στην εκπαίδευση. Και φυσικά τις απορρίπτει, ουσιαστικά, όλες. Τη διοικητική και οικονομική αυτονομία των σχολείων, την αναδιάρθρωση γυμνασίου-λυκείου, την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, την αξιολόγηση κ.λπ. Προηγήθηκε, βέβαια, η αποστασιοποίηση της ίδιας της κυβέρνησης από τις προτάσεις αυτές μέσω στελεχών της. O ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι έχει δώσει σαφείς υποσχέσεις στις ηγεσίες των εκπαιδευτικών συνδικάτων (των μεγαλύτερων και ισχυρότερων στον δημόσιο τομέα) με αντάλλαγμα τη στήριξή τους για την άνοδο στην εξουσία.
Υστερα από επτά χρόνια κρίσης, το εκπαιδευτικό σύστημα διατηρεί –υποχρηματοδοτούμενο– τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά που είχε και πριν από αυτήν. Σαν να μη συνέβη τίποτα στη χώρα. Σαν να μπορούμε, πλέον, να συντηρούμε την ανώτατη εκπαίδευση περισσότερων νέων από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα και το Δημόσιο να παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης των αποφοίτων ΑΕΙ ή να προσλαμβάνει μαζικά τους αποφοίτους γενικού λυκείου που αποτυγχάνουν να εισαχθούν στα ΑΕΙ, όπως συνέβαινε και πριν.
Οσες προσπάθειες αλλαγής επιχειρήθηκαν στο παρελθόν και στην πρώτη περίοδο της κρίσης (2010-2013) σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, συνάντησαν τεράστια αντίσταση στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος με αποτέλεσμα να ανακοπούν ή να ανατραπούν εντελώς. Η χώρα συνεχίζει να πορεύεται (;) στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της νέας εποχής με το εκπαιδευτικό σύστημα μιας άλλης. Οχι με καλοδιατηρημένη αντίκα αλλά με σαράβαλο. Τσαλακωμένο, με τρύπιο ντεπόζιτο, σκισμένα καθίσματα, φθαρμένα λάστιχα και με το τιμόνι κολλημένο. Η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος είναι αναπόφευκτη και απαιτείται να είναι ριζική. Οποιος δεν το βλέπει, εθελοτυφλεί. Οταν δεν δημαγωγεί. Το θέμα είναι ποιος θα τη φέρει εις πέρας. Ποιος θα θέσει το αληθινό συμφέρον της χώρας πάνω από τα επιμέρους συμφέροντα που έχουν αναπτυχθεί μέσα και έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να δώσει προοπτική στους νέους, στηρίζοντας τη νέα οικονομία της χώρας που –και αυτή– πρέπει να οικοδομηθεί. Ποιος θα αλλάξει τον συσχετισμό ισχύος που επικράτησε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο και διατηρείται –ακόμη– απαράλλακτος, ευνοώντας μόνο την αδράνεια και το status quo; Ενας συσχετισμός που αν δεν μεταβληθεί, καμία αλλαγή στην εκπαίδευση δεν θα προχωρήσει, όσο απαραίτητη και αν είναι. Ποιος θα περιορίσει τη σπατάλη και το κόστος της εκπαίδευσης, όχι εις βάρος των μαθητών και των ευκαιριών τους; Χωρίς δηλαδή να καταργεί μαθήματα, τομείς και ειδικότητες και να μειώνει τη λειτουργία των σχολείων. Ποιος θα αλλάξει τον προσανατολισμό ώστε τα ελληνικά ιδρύματα, αντί να εκπαιδεύουν –όπως όπως– τους γιατρούς της Γερμανίας και τους μηχανικούς του Κατάρ με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, να προσελκύουν Κινέζους και Ινδούς φοιτητές, συμβάλλοντας στην ελληνική οικονομία; Ποιος θα σταματήσει την εξαπάτηση των νέων ότι θα διοριστούν –κάποτε– στο Δημόσιο, για να προσελκύονται –με το αζημίωτο των φροντιστηρίων– στο Γενικό Λύκειο και να «στριμώχνονται» στην είσοδο των ΑΕΙ; Ποιος θα ξαναδώσει στην Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση τη θέση που της αξίζει για να γίνει ελκυστικότερη από το Γενικό Λύκειο, όπως συμβαίνει στις πιο ανεπτυγμένες χώρες; Ποιος θα στηρίξει τους νέους εκείνους που καταλαβαίνουν ότι το μεγαλύτερο, πλέον, εφόδιό τους είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ικανοτήτων τους και όχι το «χαρτί» και το χαρτζιλίκι του γονιού ή η σύνταξη του παππού; Ποιος θα εισαγάγει την αξιολόγηση, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια παντού και για όλα στην εκπαίδευση; Ποιος θα αποκεντρώσει το πιο συγκεντρωτικό σύστημα στον ανεπτυγμένο κόσμο και θα το προφυλάξει από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και τον πελατειασμό;
Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση ρητά διακηρύσσουν ότι, από τη μνημονιακή τους στροφή, η Παιδεία εξαιρείται! Γι’ αυτό και μετέρχονται κάθε τερτίπι και κουτοπονηριά για να παρακάμψουν τις λίγες δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου για την εκπαίδευση που οι ίδιοι συμφώνησαν. Μόνο το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» θα εφαρμόσουν στην Παιδεία, διατυμπανίζουν με κάθε ευκαιρία. Δηλαδή δεν θα κάνουν απολύτως τίποτα.
* Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι διδάκτωρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής, London School of Economics & Political Science.
Πηγή: Καθημερινή