του Ανδρέα Ψυχάρη
Τις διεθνείς εξελίξεις τις εξετάζουμε πάντα υπό εθνικό πρίσμα. Φυσικό, δεδομένου ότι στο τέλος της ημέρας (για να δανειστούμε μιαν αγγλική έκφραση) κοιτάμε πάντα το δικό μας καλό.
Υπό αυτό το πρίσμα ψήφισαν και οι βρετανοί πολίτες: θεώρησαν ότι το δικό τους καλό βρίσκεται σε έναν διαφορετικό δρόμο από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε ψήφισαν και οι ψηφοφόροι του «Οχι» το περασμένο καλοκαίρι, οι οποίοι νόμιζαν ότι μπορούν να εκβιάσουν την Ευρώπη! (Ευτυχώς ο κ. Τσίπρας τούς διέψευσε.)
Οι Βρετανοί όμως κοιτούσαν από διαφορετική θέση. Αλλωστε ποτέ δεν βρίσκονταν μέσα στην ΕΕ, δεδομένου ότι «απουσίαζαν» από την ουσία που ενώνει τους υπόλοιπους: το κοινό νόμισμα και, ως εκ τούτου, την κοινή οικονομία.
Εχοντας μια οικονομία που απολάμβανε μια πολιτική σταθερότητα από την ΕΕ, ένα ισχυρό νόμισμα και μια συνεχώς ανερχόμενη αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας απέκτησαν μιαν αλαζονεία: όποιος έχει περπατήσει σους δρόμους του κεντρικού Λονδίνου θα διαπίστωσε από τις πολλές τσάντες αγορών ότι το χρήμα έρρεε άφθονο. Αλλο παράδειγμα τα χρήματα που ξοδεύονται στην εκεί ποδοσφαιρική αγορά – τηλεοπτικά δικαιώματα, διαφημίσεις, μισθοί ποδοσφαιριστών.
Ενα πράγμα όμως που δεν έβλεπαν ήταν η αξία των βρετανικών τραπεζών. Ποια ήταν και πόση οικονομική δύναμη είχαν πριν από 25 χρόνια και ποια είναι τώρα;
Είναι ακόμη πολύ νωρίς να διαπιστώσει κανείς τα πραγματικά αποτελέσματα του Brexit. Οι αντιδράσεις της παγκόσμιας αγοράς αλλά και της ΕΕ είναι ψυχολογικές. Σίγουρα η Βρετανία δεν κινδυνεύει από οικονομική κατάρρευση. Ομως αυτό ισχύει, σε μεγαλύτερο βαθμό, για την ΕΕ – άλλωστε η δύναμη μιας ομάδας βασίζεται στους πραγματικούς παίκτες και όχι στους δανεικούς.
Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς και κυρίως τους «δραχμιστές» είναι ότι έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν τι θα συμβεί σε μια χώρα που απολάμβανε μια πραγματική ευημερία όταν φύγει από την ΕΕ. Μετά απλώς, αν δεν χαθούν στη μετάφραση, θα καταλάβουν τι θα συνέβαινε αν ο κ. Τσίπρας είχε λάβει τοις μετρητοίς το «Οχι» του περασμένου καλοκαιριού.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ