του Πάσχου Μανδραβέλη
Κάποτε ο Αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον είχε πει ότι «δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος». Στην Ελλάδα δεν εξετάζουμε τη νομοθεσία, ούτε υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά. Διότι η τελευταία έκλαμψη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να απαγορεύσει σε πολιτικούς και συγγενείς τους να μετέχουν σε επιχειρήσεις του εξωτερικού δεν είναι καν επικίνδυνη. Είναι ανόητη. Οχι μόνο δεν μπορεί να σταθεί σε κανένα κανονικό δικαστήριο, αλλά θα γελάσει και πάλι κάθε πικραμένος της αλλοδαπής.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μακρά παράδοση του πολιτικού συστήματος στην ψήφιση ανόητων νόμων. Δεν θα αναφερθούμε μόνο στον βασικό μέτοχο, που έλαμψε για μια στιγμή ως νίκη κατά της «διαπλοκής», αλλά σε λιγότερο γνωστούς και περισσότερο γελοίους νόμους που ψήφισε η ελληνική Βουλή. Υπήρξε για παράδειγμα ο νόμος 3037/2002 (για την καταπολέμηση του παράνομου τζόγου), ο οποίος ρητώς ανέφερε πως οιοσδήποτε έχει οποιοδήποτε ηλεκτρονικό παιγνίδι εγκατεστημένο σε ηλεκτρονική συσκευή (υπολογιστής, κονσόλα παιγνιδιών, κινητό τηλέφωνο κ.λπ.) είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό χώρο μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ! Ο νόμος ουδέποτε εφαρμόστηκε καθ’ ολοκληρίαν, αλλά δεν γλιτώσαμε την καζούρα στο εξωτερικό. «Η χρήση του “Γκέιμ Μπόι” στην Ελλάδα, οδηγεί στη φυλακή», σάρκασε το περιοδικό Businessweek. «Χιλιάδες τουρίστες στην Ελλάδα αγνοούν ότι κινδυνεύουν με βαριά πρόστιμα και μακρόχρονη φυλάκιση επειδή είναι κάτοχοι κινητών τηλεφώνων ή φορητών ηλεκτρονικών παιγνιδιών…». Τελικώς, μέχρι να αποσυρθεί ο νόμος, το 2010, η Ελλάδα πλήρωσε περί τα 40 εκατ. ευρώ πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η απαγόρευση δημοσιοποίησης δημοσκοπήσεων 15 μέρες πριν από τις εκλογές είναι εποχική· όπως το κυνήγι των πολιτικών ωφελημάτων. Θεσπίστηκε το 2003, όταν φαινόταν ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές· καταργήθηκε το 2007, όταν φαινόταν ότι η Ν.Δ. κέρδιζε τις εκλογές· ξαναπαγορεύτηκε το 2009, όταν η Ν.Δ. έχανε τις εκλογές. Το 2014 ήρθη πάλι η απαγόρευση και δεν πρέπει να εκπλαγούμε ότι θα θεσπιστεί εκ νέου η απαγόρευση, επειδή όπως όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει τις επόμενες εκλογές. Υπάρχει βεβαίως και ο νόμος για την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου, που κατέληξε να διώκεται ένας ιστορικός για ένα βιβλίο σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης.
Η λογική πίσω από τις απαγορεύσεις δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιδημοκρατική. Είναι περιφρονητική προς τη δημοκρατία. Κάθε φορά που αναδεικνύεται κάποιο ζήτημα, το οποίο πλήττει πολιτικώς μια κυβέρνηση, αυτή φορά τον φερετζέ των νόμων. Για να αποδείξει ότι είναι ηθικότερη από ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα θεσπίζει μια καθολική απαγόρευση χωρίς να υπολογίζει τα δεινά από την εφαρμογή της. Ο υπουργός ή πρωθυπουργός βγάζει έναν δεκάρικο στη Βουλή «λύνεται διά παντός το πρόβλημα τάδε…» και μετά δικαστές, δικηγόροι και πολίτες τρέχουν να εφαρμόσουν το ανεφάρμοστο. Αποτέλεσμα; Ο νόμος να αδρανεί· και επειδή είναι ανεφάρμοστος, αλλά και διότι το επικοινωνιακό σόου της κυβέρνησης δεν έχει λόγο να συνεχιστεί.
Ετσι χωρίς μελέτη και ντροπή οι νόμοι πληθαίνουν αλλά και η ανομία. Διότι νόμος που δεν ισχύει γίνεται κίνητρο και για τη μη εφαρμογή άλλων νόμων που πρέπει να εφαρμοστούν. Η δικαιοσύνη γονατίζει από το βάρος των πολλών υποθέσεων και οι πολίτες μαθαίνουν ότι οι νόμοι είναι κάτι που ψηφίζει η Βουλή, αλλά η κοινωνία δεν έχει κανένα λόγο να συμμορφωθεί…
Πηγή: Καθημερινή