του Άγγελου Στάγκου
Το μόνο που δεν μπορεί να κάνει η κυβέρνηση είναι να πανηγυρίζει και να πουλάει αυταπάτες (τις λένε και φούμαρα) μετά την ολοκλήρωση του προχθεσινού Γιούρογκρουπ και τη δημοσιοποίηση των αποφάσεων που ελήφθησαν σε αυτό. Γιατί, σύμφωνα με αυτές τις αποφάσεις, συμπεραίνουμε ότι: πρώτον, η αξιολόγηση, έστω η πρώτη, δεν ολοκληρώθηκε, δεύτερον, η καταβολή της δόσης θα γίνεται… σε δόσεις και με πολλά «αν» και «εφόσον» (άρα προϋποθέσεις) που σχετίζονται με υλοποιήσεις και διορθώσεις μέτρων, η ρύθμιση του χρέους παραμένει ασαφής στόχος και πάντως μετά το 2018, το ΔΝΤ συμβιβάστηκε κάπως με τους Ευρωπαίους δανειστές και συνεχίζει στο εγχείρημα ως παρατηρητής, παρά ως συμμέτοχος, ενώ αναμένεται να διευκρινιστεί ο ρόλος του. Αρα, και με λίγα λόγια, εκείνος που δικαιούται να θριαμβολογεί είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Η ανακοίνωση του Γιούρογκρουπ, σε συνδυασμό με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή την Κυριακή, αποπνέει την έλλειψη εμπιστοσύνης στη χώρα μας. Για να είμαστε δίκαιοι, η αναξιοπιστία της Ελλάδας δεν είναι ένα φαινόμενο που προκλήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Είχε καλλιεργηθεί πριν από την κρίση, εκδηλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο όταν ξέσπασε η κρίση, ήταν βασικό στοιχείο της συμπεριφοράς των ελληνικών κυβερνήσεων στη διάρκεια της κρίσης, αλλά σίγουρα πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις και κορυφώθηκε από τότε που η σημερινή κυβέρνηση ήλθε στην εξουσία. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι με τον ίδιο τρόπο γιγαντώθηκε και το κόστος της κρίσης για τους Ελληνες πολίτες. Από το βάρος της ευθύνης δεν εξαιρούνται ούτε η ελληνική κοινωνία, ούτε τα μίντια.
Για άλλη μία φορά η κυβέρνηση είχε φροντίσει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα προσδοκιών που διαψεύστηκαν. Διάφοροι πρωτοκλασάτοι και δευτεροκλασάτοι «παπαγάλοι» της δήλωναν ότι η χώρα έβγαινε πλέον από τα μνημόνια, ότι μετά την 24η Μαίου θα ακολουθούσε βροχή επενδύσεων, ότι τα μέτρα που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή ήταν καλύτερα από προηγούμενα και πάντως τα τελευταία, ότι σίγουρα θα ληφθεί πρόνοια για το χρέος, ότι η ανάπτυξη βρίσκεται προ των πυλών και, γενικά, προσπαθούσαν να «χρυσώσουν το χάπι». Τα κατάφεραν μέχρις ενός σημείου, αλλά και εντελώς βραχυπρόθεσμα, αφού τα αποτελέσματα της συνεδρίασης του Γιούρογκρουπ σηματοδοτούν άλλη μία απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα.
Τώρα η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να προσαρμόσει την επικοινωνιακή πολιτική της επί των γεγονότων. Οπως τονίστηκε στην αρχή, ο έλεγχος των δανειστών παραμένει ολοκληρωτικός. Δεν αρκούνται πια στη νομοθέτηση των μέτρων, δεν τους φτάνουν οι διακηρύξεις και οι υποσχέσεις.
Οι εκταμιεύσεις των νέων δανείων θα γίνονται βήμα βήμα, με εκπλήρωση προϋποθέσεων και αφού διορθώνονται οι μονομερείς και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους ενέργειες, και ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνουν ότι τα λεφτά πηγαίνουν για τον σκοπό που δόθηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι «μικροδόσεις» για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες θα δίδονται εφόσον και όταν διαπιστώνεται ότι η προηγούμενη αντίστοιχη «μικροδόση» θα έχει χρησιμοποιηθεί ακριβώς για τον σκοπό που δόθηκε και όχι για να «μπαλώσει» άλλη τρύπα.
Αρκετοί αγανακτούν με την… ανελαστικότητα έως αναλγησία των ξένων δανειστών. Ας θυμηθούν όμως, μεταξύ άλλων, τις κατά καιρούς δηλώσεις και αποφάσεις των Αποστόλου, Δρίτσα, Σπίρτζη, Σκουρλέτη, Μπαλτά, του ίδιου του πρωθυπουργού και, φυσικά, τις πολύ πρόσφατες του Καμμένου.
Και ας μάθουν τα περί ελέγχου που ασκούσαν στο παρελθόν προηγούμενοι δανειστές της Ελλάδας ή οι Αμερικανοί την περίοδο του σχεδίου Μάρσαλ. Η δε αντιπολίτευση ας αντιληφθεί ότι το «δώσαμε πάρα πολλά και δεν πήραμε τίποτα» δεν ισχύει, γιατί δεν πρόκειται περί διαπραγμάτευσης.
Πηγή: Καθημερινή