της Μαρίας Κατσουνάκη
Προκάλεσε αίσθηση η φράση του πρωθυπουργού κατά τη δευτερολογία του στη Βουλή, την Κυριακή. «Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι όμως ότι δεν τιμήσαμε την εντολή και είπαμε ψέματα», είπε ο κ. Τσίπρας απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση για το ασφαλιστικό. Ομως έξι μήνες νωρίτερα τις «αυταπάτες» επικαλέστηκε και ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης για να απαντήσει στο ερώτημα αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «φλέρταρε με τη χρεοκοπία»: «Φλερτάραμε με πολλές αυταπάτες ως απεδείχθησαν, για Κινέζους, για Ρώσους, για Ντράγκι, για το μέτωπο του Νότου, που έρχεται αλλά καθυστερημένα. Υπήρχαν εναλλακτικές στην τακτική μας που δεν στηρίζονταν στον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων, άρα μπορεί να τις ονομάσει κανείς πολιτικές αυταπάτες» («Γεύμα με την “Κ”», 31/01/2016). Ο μεν πρωθυπουργός φροντίζει να διαχωρίσει την «αυταπάτη» από το «ψέμα», ο δε πρόεδρος της Βουλής προσδιορίζει τι εννοεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται η λέξη, η οποία γέννησε συνειρμούς και αντιδράσεις. Αυτή λοιπόν «η διαμορφωμένη πίστη, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», με συνώνυμο την «ψευδαίσθηση», έχει κάτι συμπαθητικό ως άκουσμα. Διαπνέεται και από ένα ιδεαλιστικό πείσμα, θα λέγαμε, μια ουτοπική εμμονή (;). Λίγη ώρα πριν εκδηλώσει αυτοκριτική διάθεση ο κ. Τσίπρας είχε φροντίσει να διευκρινίσει ότι «…στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, αριστερό και ριζοσπαστικό δεν είναι να φαντασιώνεσαι μια ιδεατή κοινωνία, που ξέρεις ότι όσο και να την παλεύεις, δεν είναι εύκολο να έρθει, αλλά να ματώνεις για να δημιουργήσεις –έστω σιγά σιγά αλλά σταθερά– τις συνθήκες όπου θα μπορέσουν να ευδοκιμήσουν αλλαγές υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των πολλών».
Αρα είχε φροντίσει να πάρει αποστάσεις από τις «φαντασιώσεις» για να δώσει έναν ρεαλιστικό ορισμό ως προς το τι εννοεί «αριστερό και ριζοσπαστικό».
Μόνο που μέσα στον ένα αυτόν χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τα κοινωνικά κατάγματα, που προκάλεσαν οι γλωσσικές ασυνεννοησίες και μετατοπίσεις υψηλόβαθμων στελεχών, είναι πολλά και βαρέα. Και όσο κι αν επινοούνται αποστάσεις από τα καταγεγραμμένα ψεύδη, η αλήθεια δεν θολώνει: οι αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική επιλογή, δεν είναι λάθος εκτίμηση της πραγματικότητας. Δεν πρόκειται για καθυστερημένη συνειδητοποίηση του ανύπαρκτου αλλά για χρήση του, ώστε να κερδηθεί και να ασκηθεί η εξουσία. Αλλο, εν ολίγοις, η αυταπάτη και άλλο η εξαπάτηση.
Εκτός κι αν μέσα σε αυτήν την αντιδιαστολή χωράνε και όλοι οι χαρακτηρισμοί που έχουν εξαπολύσει στο διάστημα της εξαετίας στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περί «προδοτών», «Γερμανοτσολιάδων» και πλείστων συνθημάτων εναντίον όσων αντιλαμβάνονταν ότι η δέσμευση των μνημονίων δεν αποτελεί και «ξεπούλημα της χώρας».
Τι να πρωτοθυμηθεί και τι να συμπεριλάβει κανείς μέσα σε αυτόν τον εξαιρετικά επώδυνο απολογισμό «αυταπατών». Γιατί δεν ανάβλυσαν μόνο στον ενάμιση χρόνο διακυβέρνησης, είχαν καλλιεργηθεί συστηματικά καιρό πριν, όταν με απειλές και ύβρεις επετίθεντο παντοιοτρόπως εναντίον όποιου εξέφραζε αντίθετη άποψη. Οταν υποθάλπονταν ακραίες συμπεριφορές ως «δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση». Θα ήταν αναμφισβήτητα ειλικρινές και γενναίο αν ο πρωθυπουργός μπορούσε να μιλήσει για ανευθυνότητα ή τυχοδιωκτισμό. Αν παραδεχόταν το κόστος που επισώρευσε στην ήδη κατακρημνισμένη οικονομία η «σκληρή» διαπραγμάτευση, αν μιλούσε για λάθη, για πισωγύρισμα, για επιπλέον φορολογικά βάρη που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Αλλά βέβαια αυτό θα σήμαινε «πρώτη φορά» και… τελευταία. Γιατί δεν θα δήλωνε μόνο ότι πιστεύει πως έχει απέναντί του ένα λαό που μπορεί να αντιλαμβάνεται και να αξιολογεί, αλλά θα ήταν και μια δέσμευση δική του ότι τίποτα από αυτά που προηγήθηκαν δεν θα επαναληφθούν. Μια δέσμευση – απάτη, δηλαδή.
Πηγή: Καθημερινή