του Γιάννη Πρετεντέρη
Τους πρώτους καιρούς της θητείας του, ο Πρωθυπουργός εμφανιζόταν στις Βρυξέλλες άνετος, με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς ούτε ένα χαρτί.
Ακόμη και όταν οι υπηρεσίες της Κομισιόν έβαζαν διακριτικά μπροστά του έναν φάκελο με στοιχεία, δεν έκανε ποτέ τον κόπο να τον συμβουλευτεί ή έστω να τον ανοίξει.
Εκ των υστέρων, οι συνομιλητές του κατάλαβαν πως δεν ήταν αμέλεια, αλλά επιλογή.
Κάποια στιγμή που προέκυψε ανάγκη τεκμηρίωσης όσων συζητούσαν, άκουσαν τον Πρωθυπουργό να την προσπερνά με το ανεπανάληπτο επιχείρημα:
«Εδώ μιλάμε πολιτικά!..».
Την εποχή εκείνη άλλωστε επικρατούσε η βαρουφάκεια αντίληψη πως δεν πρέπει να συζητούμε συγκεκριμένα, διότι τα συγκεκριμένα τα ξέρουν καλύτερα οι άλλοι και θα μας τουμπάρουν.
Ούτε αριθμοί, ούτε στοιχεία, ούτε σαφείς προτάσεις. Η γραμμή ήταν «να τους τρελάνουμε στη φιγούρα και να τους πνίξουμε στην μπαρούφα».
Η συνέχεια είναι γνωστή. Αντί να τους πνίξουμε, μας έπνιξαν.
Και τώρα, πάμε από την αρχή. Η κυβέρνηση επέλεξε μετά την κωλοτούμπα να εντάξει στο ρεπερτόριό της και τον εξευτελισμό.
Η απόρριψη του αιτήματος Τσίπρα για σύνοδο κορυφής της ευρωζώνης μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου τον παρέπεμψε συνοπτικά στο Eurogroup και τον Σόιμπλε, όπως είχε προαναγγείλει ο… Σόιμπλε!
Πριν αλέκτορα φωνήσαι, η εξήγηση δόθηκε από το «Spiegel».
«Αυτή τη φορά η Ευρώπη έχει να ασχοληθεί με πιο σοβαρά προβλήματα από την Ελλάδα» και «η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει καμία επιθυμία να δώσει ξανά στον Τσίπρα σκηνή για το σόου του».
Ο Πρωθυπουργός θα έπρεπε ίσως να το υποψιαστεί. Το σκηνικό άλλαξε. Η φιγούρα κούρασε.
Ο Μάριο Ντράγκι έφτασε να δηλώνει ξεκάθαρα ότι «το 2015 ήταν ένα οικονομικό πισωγύρισμα για την Ελλάδα». Και στην αλλοπρόσαλλη σύγκρουση της κυβέρνησης με το ΔΝΤ όλοι συντάχθηκαν τελικά με το ΔΝΤ – πλην ελαχίστων γραφικών.
Ακόμη και η απειλή των εκλογών που ενεργοποίησε ο Πρωθυπουργός δεν φάνηκε να τρόμαξε πολλούς – με τη ΝΔ να προηγείται 5-7 μονάδες στις δημοσκοπήσεις, γιατί να τρομάξουν;
Ετσι, η κυβέρνηση τρέχει δεξιά κι αριστερά σαν παραζαλισμένο κοτόπουλο, προσπαθώντας απλώς να διατηρηθεί στην εξουσία. Ο Λοβέρδος μάλιστα κατήγγειλε τον Παππά ότι κατασκευάζει και πλασάρει διάφορα φανταστικά σενάρια επιβίωσης μέσω συνεργασίας με το… ΠαΣοΚ!
Αλλά το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Οτι οι απαιτήσεις των δανειστών ενσωματώνουν και την κυβερνητική αφερεγγυότητα και την πολιτική αβεβαιότητα.
Παράδειγμα, τα «προληπτικά μέτρα».
Η Κομισιόν υπολόγιζε ότι 5,4 δισ. είναι αρκετά για να οδηγήσουν σε πλεόνασμα 3,5% το 2018.
Το ΔΝΤ, αντιθέτως, θεωρεί πως χρειάζονται μέτρα τουλάχιστον 9 δισ. – ο Τόμσεν δημοσιοποίησε τον υπολογισμό προ τριμήνου…
Η απόκλιση δεν είναι τεχνική. Προκύπτει από τις επιλογές της κυβέρνησης.
Αντί να επιδιώξει μείωση των δαπανών, κατέφυγε στην αύξηση της φορολογίας στο όνομα κάποιου «ταξικού προσήμου», όπως αποκαλεί την πελατειακή πολιτική της.
Η επιλογή αυτή έχει συνέπειες.
Πρώτον, ως προς τις εκτιμήσεις. Η απόδοση των εσόδων είναι μελλοντική και υποθετική, ενώ η περικοπή των δαπανών άμεση και ακριβής.
Δεύτερον, ως προς τις επιπτώσεις. Η αύξηση της φορολογίας είναι ένα μέτρο κατ’ εξοχήν υφεσιακό, συνεπώς χρειάζονται περισσότερα μέτρα για το ίδιο αποτέλεσμα.
Η προληπτική νομοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων τα οποία θα ενεργοποιηθούν σε περίπτωση απόκλισης από τον στόχο προέκυψε ως συμβιβαστική φόρμουλα αφού ως δέσμευση υπάρχει στο Μνημόνιο.
Είναι προφανώς μια εξευτελιστική διαδικασία για την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προκύπτει από την ελάχιστη εμπιστοσύνη που εμπνέει.
Αλλά και μια διαδικασία με την οποία η κυβέρνηση συμφώνησε στο Eurogroup (όπως συμφωνεί σε όλα…) και μόνο κατόπιν εορτής θυμήθηκε ότι δεν είναι νόμιμη, όταν κατάλαβε ότι πολιτικά δεν την αντέχει.
Ετσι κατέφυγε και πάλι στη φιγούρα – που αποτελεί την ασφαλέστερη οδό για τον εξευτελισμό.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ