του Γιώργου Παγουλάτου*
Κι αν βρεθούμε σε πλήρες αδιέξοδο στη διαπραγμάτευση, τι θα κάνετε;» ήταν η ερώτηση της δημοσιογράφου στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ. «Η λύση που έχουμε τότε είναι μια νέα προσφυγή στους πολίτες, με εκλογές ή με δημοψήφισμα». «Δημοψήφισμα; Και να θέσετε ποιο δίλημμα;» «Το δίλημμα θα είναι εάν η Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη θα έχει την εικόνα του ισότιμου μέλους, που θα δικαιούται σαν ισότιμο μέλος να συμμετέχει στην προσπάθεια για την εμβάθυνση της Ευρώπης…».
Η συνέχεια της απάντησης δεν βγάζει περισσότερο νόημα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ λεγόταν Παπαδόπουλος, όμως και αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αυτή η σχολή σκέψης που θα μπορούσε να επιγραφεί ως «στρίβειν διά της λαϊκής ψήφου» (που πέρυσι έριξε τη χώρα στα βράχια με το βοναπαρτικό δημοψήφισμα που η χώρα πληρώνει πανάκριβα), παραμένει κραταιά στην κυβερνώσα παράταξη. Και όχι μόνο, αλλά εξωραϊσμένη ως «προσφυγή στους πολίτες» ιππεύει ακόμα το άσπρο άλογο της τάχα ηθικής και δημοκρατικής ανωτερότητας.
Τι διαφορετικό άραγε θα πει ο λαός εάν η κυβέρνηση τον ρωτήσει εάν επιθυμεί 3,6 δισ. επιπλέον πακέτου λιτότητας; Τίποτε διαφορετικό από πέρυσι το καλοκαίρι, που ο κ. Τσίπρας τον ρώτησε αν «πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας “Reforms for the completion of the Current Program and Beyond” και “Preliminary Debt sustainability analysis”» Διαβεβαιώνοντάς τον ότι, ανεξαρτήτως απάντησης, η παραμονή στο ευρώ είναι διασφαλισμένη. Αποφεύγοντας να συμπληρώσει ότι το αποτέλεσμα του «Οχι» θα ήταν είτε βαρύτερα μέτρα λόγω επιδείνωσης από το δημοψήφισμα ή καταστροφική χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ.
Και τι άραγε ανακάλυψε η κυβέρνηση τον περασμένο Ιούλιο που δεν το γνωρίζαμε προηγουμένως; Οτι ο λαός θέλει το ευρώ, αλλά δεν θέλει περικοπές συντάξεων και αυξήσεις φόρων. Θέλει χαμηλότερους φόρους και καλύτερο κοινωνικό κράτος. Θέλει υψηλές συντάξεις και βιώσιμο ασφαλιστικό. Θέλει πάταξη της φοροδιαφυγής, αρκεί βέβαια να μην πρόκειται για τη δική του φοροδιαφυγή. Παντού στον κόσμο η κοινή γνώμη είναι γεμάτη ασαφείς και αντιφατικές επιθυμίες. Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά των κυβερνήσεων: να φιλτράρουν, να ιεραρχούν, να σταθμίζουν επιπτώσεις, να επιλύουν τις αντιφάσεις της κοινής γνώμης. Και να ενεργούν. Οχι να της επιστρέφουν το πρόβλημα μόλις βρεθούν στα δύσκολα.
Η μυθολογία της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι φτιαγμένη από ηρωικούς πλην μάταιους αγώνες, αγέρωχες συγκρούσεις, υπερφίαλες καταγγελίες, περήφανες ήττες και δωρεάν υποσχέσεις ενός «διαφορετικού» πλην ανέφικτου κόσμου. Ομως, η πραγματικότητα της διακυβέρνησης σε δύσκολους καιρούς συγκροτείται από πλήθος οδυνηρών συμβιβασμών που (στο καλό σενάριο) είναι απλώς λιγότερο βλαπτικοί από τις ακόμα χειρότερες εναλλακτικές τους. Ετσι προχωρούν οι κοινωνίες μέσα από κρίσεις, για να μπορούν το ταχύτερο να αποφοιτήσουν από αυτές. Ο έντιμος συμβιβασμός ελλείψει καλύτερης εναλλακτικής είναι πολύ γενναιότερη στάση από την κλωτσιά της μπάλας στην εξέδρα.
Η δημοκρατία μας δεν είναι δημοψηφισματική, είναι αντιπροσωπευτική. Δεν λειτουργεί για να φωτογραφίζει την εκάστοτε συγκυρία προτιμήσεων του εκλογικού σώματος. Αναδεικνύει εκπροσώπους για να παράγουν λύσεις στο υπέρτερο πρόβλημα της συλλογικής διακυβέρνησης. Η δημοκρατία είναι πρωτίστως εντολή διακυβέρνησης – που συχνά περιλαμβάνει το θάρρος της εναντίωσης στην κοινή γνώμη. Και η προγραμματική εντολή προς τον κ. Τσίπρα ήταν να εξασφαλίσει την αποφυγή της χρεοκοπίας και την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Είμαστε χώρα με κυβέρνηση σε διαρκή διαπραγμάτευση (εσωτερική με τις κομματικές της φράξιες, εξωτερική με τους δανειστές), χώρα σε αέναη αναμονή επιτέλους να κυβερνηθεί. Κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει τίποτα, ο ιδιωτικός τομέας εξαντλεί τα τελευταία αποθέματα αντοχής, η οικονομία βυθίζεται σαν σιδερένια μπάλα. Φυσικά, δεν υπάρχει ίχνος σοβαρών επενδυτών στον ορίζοντα, εκτός από κάποιους που πίστεψαν στην ανάκαμψη και προσπαθούν τώρα να περιορίσουν τις ζημιές τους.
Ενα δημοψήφισμα δεν είναι περισσότερη δημοκρατία. Είναι φυγή από τη δημοκρατική ευθύνη. Το να μιλούν σήμερα στελέχη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τη δημοκρατική λύση του δημοψηφίσματος είναι σαν να εξαίρει το καθεστώς Μαδούρο (700% εκτιμώμενος πληθωρισμός Βενεζουέλας το 2016) την αξία της νομισματικής αυτονομίας: τα είδαμε και τα δύο στην πράξη. Το να μελετά φυγή στις κάλπες ξανά μια κυβέρνηση που θα έχει προκαλέσει τέσσερις εκλογές σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο, καταδεικνύει μια ανικανότητα μνημειώδη ακόμη και για τα δεδομένα του κυβερνώντος συνασπισμού.
Η «προσφυγή στον λαό» από μια κυβέρνηση που εκλέχθηκε με τη ρητή εντολή να εφαρμόσει το πρόγραμμα που κρατά την Ελλάδα στο ευρώ, είναι κυνική αποποίηση ευθύνης. Αντίστοιχη με λιποταξία του στρατηγού στη μάχη διότι τα δεδομένα είναι άλλα από ό,τι είχαν περιγράψει οι επιτελείς, αντίστοιχη με την απόφαση του καπετάνιου να προσφύγει στους επιβάτες του πλοίου για να αποφασίσουν εάν θα αλλάξουν δρομολόγιο στην καταιγίδα. Ο κ. Τσίπρας έριξε μια κυβέρνηση για να ανέλθει στην εξουσία, προκάλεσε ήδη δύο εκλογές, ένα δημοψήφισμα και δύο ακόμη χρόνια ύφεσης για να παραμείνει σ’ αυτήν. Ας αναλάβει, επιτέλους, και τις οδυνηρές ευθύνες της εξουσίας. Ας τερματίσει την παραλυτική εκκρεμότητα, που διαλύει την οικονομία και τη χώρα.
*Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Πηγή: Καθημερινή