της Μαρίας Κατσουνάκη
«Η παρατεταμένη ύφεση και οι στροφές 180 μοιρών των κυβερνήσεων ενισχύουν τον πολιτικό κυνισμό των πολιτών. Δεν θα απαιτηθεί απλώς να βγούμε από την κρίση για να καλυτερέψουν τα πράγματα. Θα χρειαστεί επιπλέον ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και την ελληνική κοινωνία προκειμένου να θεμελιωθούν εκ νέου σχέσεις εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας ανάμεσα στους ψηφοφόρους και στο πολιτικό μας σύστημα». Το συμπέρασμα των πανεπιστημιακών Νίκου Μαραντζίδη και Γιώργου Σιάκα, σε άρθρο τους στην «Κ» της περασμένης Κυριακής (24/04), βασίζεται σε έρευνα (του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για λογαριασμό του Dukakis Center for Public and Humanitarian Services) με άξονα την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο πολιτικό σύστημα.
Ενδεικτικά: Περίπου ένας στους δύο ερωτώμενους (47%) θεωρεί πως τον εκφράζει η φράση «έχουμε δημοκρατία μόνο στο όνομα και όχι στην ουσία». Ενας στους πέντε (18%) θα προτιμούσε λιγότερη δημοκρατία και περισσότερη ευημερία, ποσοστό που μεγαλώνει αρκετά μεταξύ των ανθρώπων με χαμηλή μόρφωση. Μόνο ένας στους τρεις Ελληνες (32%) απαντά ότι τον εκφράζει η θέση πως η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα παρά τα προβλήματά της.
Η κρίση εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία μας είναι εντονότερη στους νέους ανθρώπους: το 50% θεωρεί ότι η συμμετοχή στις εκλογές είναι χωρίς σημασία. Το 51% των πολιτών δηλώνει πως αισθάνεται οργή ή αηδία για τους βουλευτές και μόλις 11% σεβασμό.
Η απαξίωση αυτή αγγίζει και τον πρωθυπουργικό θεσμό, καθώς μόλις ένας στους τέσσερις δηλώνει πως αισθάνεται σεβασμό για αυτόν. Στα «καλά νέα» συγκαταλέγεται ότι η πλειονότητα των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης συνεχίζει να δείχνει εμπιστοσύνη στη δημοκρατική διακυβέρνηση, παρά τα όποια προβλήματά της, και να θεωρεί σημαντικές τις εκλογές ως διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Κυνισμός και αυταρχισμός, καρποί της πλαστής ευμάρειας αλλά και της πολιτικής εξαπάτησης, αποκαΐδια αλλοτινών οραμάτων και απανωτών υποσχέσεων. Η διάψευση επενδύσεων στην πολιτική εξουσία μαζί με την απώλεια προνομίων έφερε την απομάγευση κι αυτή με τη σειρά της έδωσε το προβάδισμα στο «κόμμα» των δυσαρεστημένων, των θυμωμένων, όσων απαξιώνουν συλλήβδην τους πάντες και τα πάντα.
Μόνο που, όπως επισημαίνουν και οι δύο πανεπιστημιακοί, «όσο περισσότερο κυνικοί είναι οι ψηφοφόροι τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να είναι ενεργοί και ενημερωμένοι πολίτες, ενώ είναι εξαιρετικά πιθανό αυτοί στη συνέχεια να απέχουν από τις εκλογές ή να επιλέγουν συνειδητά γραφικούς υποψηφίους ή εξτρεμιστές προκειμένου απλώς να τα κάνουν άνω-κάτω». Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ, η καχυποψία που συνοδεύει τη δημοσιογραφική πληροφορία ή προσέγγιση δεν είναι ανεξάρτητες από αυτό το κλίμα «πολιτικού κυνισμού». Αυτός ο χολερικός και συνωμοσιολογικός «ρεαλισμός» γίνεται στάση ζωής, τρόπος σκέψης, ερμηνείας των γεγονότων, και την ίδια στιγμή καταλήγει να είναι μηχανισμός αυτοσυντήρησης: δεν ελπίζω σε τίποτα, δεν πιστεύω σε κανέναν, είμαι λεύτερος – για να παραφράσουμε τον καζαντζακικό αφορισμό.
Είναι όμως έτσι; Μπορεί κανείς βυθισμένος στην αηδία, στην απαξίωση των πάντων, να κινητοποιηθεί για μια καλύτερη επόμενη μέρα; Πώς θα αφαιρεθεί αυτή η παχιά κρούστα απαισιοδοξίας, το κουκούλι υποτιθέμενης αυτοπροστασίας, που μόνο απομυζούν και στεγνώνουν, στενεύοντας ασφυκτικά τους ορίζοντες; Εχει τόσο κατέβει ο πήχυς ώστε η στοιχειώδης κανονικότητα (ένα μίνιμουμ μισθού που δεν περικόβεται ή ο περιορισμός των φοροεπιδρομών) να φαντάζει με ένα πρώτο μεγάλο βήμα.
Ομως «βήμα» θα όφειλε να είναι η καλύτερη υγεία, η καλύτερη παιδεία, ό,τι αποκαλούμε κοινωνική πρόοδο. Είμαστε στο σημείο όπου και μόνο ο περιορισμός του χάους μπορεί να θεωρηθεί ευημερία.
Πηγή: Καθημερινή