του Στάμου Ζούλα
Καθώς ο τόπος κινδυνεύει να ξαναζήσει τις τραγικές στιγμές του περασμένου καλοκαιριού, ας θέσουμε ένα απλό ερώτημα: Γιατί ένα κόμμα διεκδικεί την εξουσία; Η απάντηση φαίνεται προφανής. Για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, το οποίο διαφέρει ή και είναι αντίθετο με την κυβερνητική πολιτική που ακολούθησαν οι προκάτοχοί του. Αυτό επισημοποιείται και με τη λαϊκή εντολή που λαμβάνει αν κερδίσει τις εκλογές. Στην περίπτωση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχουμε πλήρη ανατροπή αυτής της αρχής. Ανέλαβαν την εξουσία, με βασική εξαγγελία να απαλλάξουν τη χώρα από τα μνημόνια και την ξένη κηδεμονία. Αντ’ αυτού προτίθενται να εφαρμόσουν ένα τρίτο μνημόνιο, απείρως δυσμενέστερο των δύο προηγουμένων. Στο διάστημα της διακυβέρνησής τους κατέφυγαν άλλες δύο φορές στη λαϊκή ετυμηγορία. Tην πρώτη για την έγκριση ενός «παράλληλου προγράμματος», το οποίο ουδέποτε εμφάνισαν, και τη δεύτερη για ολική ρήξη με τους δανειστές, την οποία μηδέποτε απετόλμησαν. Γιατί, λοιπόν, οι κ. Τσίπρας και Καμμένος επιμένουν να ασκούν την εξουσία, αφού και τις προγραμματικές τους δεσμεύσεις αθέτησαν, αλλά και τις συνακόλουθες λαϊκές εντολές καταπάτησαν; Η απορία δεν έχει σχέση με τη σχετική απαίτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία πάντα επιζητούν τη συντόμευση του κυβερνητικού βίου, καταλογίζοντας στον φορέα της εξουσίας αποτυχία ή και επικινδυνότητα.
Επιπλέον, μπορεί η παραπάνω «απορία» να φαίνεται και απλοϊκή, αλλά αυτό οφείλεται μάλλον στον μιθριδατισμό που έχουμε υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Προσωπικά πιστεύω πως η «απορία» αυτή εκφράζει μια προβληματική σχέση που έχει καθιερωθεί μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου. Από το ποσοστό 48% που έλαβε το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981, ούτε οι μισοί πίστευαν πως θα μας βγάλει από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Εκείνοι που εξαπατήθηκαν ήταν κυρίως οι ψηφοφόροι της Αριστεράς. Το ίδιο συνέβη και με τη λαϊκή πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. «Τα δύο από τα δέκα να κάνει απ’ αυτά που υπόσχεται ο Τσίπρας καλά θα ’ναι», έλεγαν οι περισσότεροι. Την ίδια συνταγή μαξιμαλισμού υποσχέσεων και μινιμαλισμού πεπραγμένων εφάρμοσαν, έστω και σε μικρότερη κλίμακα, και οι ενδιάμεσες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Το αποτέλεσμα ήταν να εμπεδωθεί, σε μεγάλη μερίδα, αυτό το σύνδρομο αυταπάτης των ψηφοφόρων για το τι ψηφίζουν και το τι περιμένουν να πράξουν τα κόμματα.
Ταυτόχρονα, τα κόμματα «αξιοποίησαν» στο έπακρον την παροχή ελλειμματικής εμπιστοσύνης από τους ψηφοφόρους, η οποία μετατρέπεται και σε παχυλή ανοχή προς τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Ετσι, τις ημέρες αυτές, που η κυβερνητική πλειοψηφία φαίνεται να δοκιμάζεται ξανά, ενόψει των δύο σκληρών νομοθετημάτων που καλείται να ψηφίσει, ποιο είναι το αντεπιχείρημα για τη διατήρηση της συνοχής της; Οχι η αναγκαιότητα των μέτρων, ούτε καν η επίκληση κάποιας «αριστερής» ιδιομορφίας τους. Στην οξεία ανακοίνωση που εξέδωσε η κίνηση των «53», αλλά και στις μεμονωμένες ενστάσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, απήντησε ως εξής ο γραμματέας της κεντρικής του επιτροπής Παναγιώτης Ρήγας: «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Κανείς μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει να πέσει η κυβέρνηση». Δηλαδή, το μοναδικό κίνητρο και ο υπέρτερος στόχος για τη συνοχή των κυβερνητικών βουλευτών είναι η διατήρηση και η νομή της εξουσίας. Στο επίπεδο αυτό έχει εκπέσει η πολιτική μας ζωή…
Πηγή: Καθημερινή