της Μαρίας Κατσουνάκη
Αν ισχύει ο αφορισμός «το πρόβλημα με το χιούμορ είναι ότι συνήθως έχει στόχο κάποιον που βρίσκεται σε κακή διάθεση», τότε δεν πρέπει να κρίνουμε το πρωθυπουργικό αστείο. Το σχόλιο του κ. Τσίπρα, που αφορούσε την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στη Λέσβο, σε τηλεοπτική συνέντευξή του στην ΕΡΤ, προκάλεσε αντιδράσεις: «Το προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, είναι καθολικό, γι’ αυτό ήρθε και ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας…», είπε. Εκτός από αντιδράσεις, προκάλεσε όμως και μιαν ανεπαίσθητη, στιγμιαία, είναι αλήθεια, ευφορία στον ίδιο. Αν υποθέσουμε ότι ο «στόχος» του είναι οι ακροατές, οι τηλεθεατές και οι αναγνώστες αυτής της χώρας, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι συναποτελούν ένα κοινό πράγματι σε πολύ «κακή διάθεση», εν αναμονή ενός ζοφερού και εντελώς απρόβλεπτου (προς το χειρότερο) καλοκαιριού.
Εξαρχής η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ισχνές επιδόσεις στο χιούμορ. Οι ΑΝΕΛ είναι εκτός συναγωνισμού, μετά το αλησμόνητο «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα», που απηύθυνε από το βήμα της Βουλής ο αρχηγός του κόμματος. Οφείλουμε να πούμε, βέβαια, ότι η απόκλιση ανάμεσα στο χιούμορ και στον ΣΥΡΙΖΑ είχε διαφανεί πριν γίνει κυβέρνηση. Τότε, το 2013, που ο αιρετικός φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ είχε δηλώσει: «Οσοι δεν υποστηρίζουν ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πάρουν εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τα γκουλάγκ». Στα αρνητικά σχόλια που δέχτηκε, αντέτεινε ότι δεν κατανόησαν το χιούμορ του. Αυτή η «έλλειψη κατανόησης» διατηρήθηκε και αυξήθηκε την τριετία που μεσολάβησε. Ετσι ούτε με το «θα πληρώσουμε τους δανειστές μας με αέρα» (Αλέκος Φλαμπουράρης) φάνηκε να διασκεδάζει το ακροατήριο, ούτε με ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα βαράει το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν» (Αλέξης Τσίπρας), ούτε με τη διαβεβαίωση ότι μόλις γίνει η αξιολόγηση «είμαστε έτοιμοι να εκτοξευτούμε» (Γιώργος Κατρούγκαλος).
Σταχυολογούμε εκ του προχείρου, γιατί μια εμπεριστατωμένη έρευνα θα είχε να ανασύρει και άλλα «ξεκαρδιστικά» από την περίοδο της πυκνής δημόσιας παρουσίας του κ. Βαρουφάκη και της κ. Κωνσταντοπούλου.
Τι συνέβη όμως; Χάσαμε το χιούμορ μας ή μήπως δεν γελάμε με τα ίδια πράγματα η κυβέρνηση και οι πολίτες αυτής της χώρας; Η δεύτερη εκδοχή είναι όλο και πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Χιούμορ και αυτοσαρκασμός δεν ήταν ποτέ, ούτως ή άλλως, στα προσόντα των ελληνικών κυβερνήσεων. Εν προκειμένω, όμως, υπάρχει και μια μεγάλη παρεξήγηση: οι κυβερνώντες νομίζουν ότι κάνουν χιούμορ, ότι διαθέτουν δηλαδή και αυτό το ταλέντο (εκτός από εκείνο της «σκληρής διαπραγμάτευσης»), μπερδεύοντας απλώς έννοια και περιεχόμενο. Γιατί ο κυνισμός, η άγνοια, το παρεΐστικο καλαμπούρι ή ο εφηβικός αστεϊσμός μόνον από ατύχημα συναντώνται με το χιούμορ.
Γιατί όταν λείπει το βασικό υλικό του, που είναι η διάθεση αυτοσαρκασμού, να μπορεί να μην παίρνει κανείς πολύ σοβαρά τον εαυτό του δηλαδή, τότε το γέλιο παγώνει εν τη γενέσει του. Και η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μια κυβέρνηση που υποφέρει από βαρύ κρατισμό, επιθυμεί να ελέγχει τα πάντα, επιβάλλοντας τη «δική της» άποψη, τιμωρεί τους διαφωνούντες και καταφεύγει διαρκώς στο ψεύδος για να κερδίσει χρόνο, στρεβλώνοντας κατά το δοκούν την πραγματικότητα, όχι για να ασκήσει, ούτε για να κατανοήσει την τέχνη του χιούμορ. Για να θυμηθούμε το «Αστείο» του Κούντερα (που γράφτηκε το 1965), ο ήρωας του βιβλίου, Λούντβιχ, είχε πληρώσει πολύ ακριβά τη διάθεσή του να σαρκάσει. Τα λόγια του «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι» τού στοίχισαν διαγραφή από το κόμμα, αποβολή από το πανεπιστήμιο, θητεία στα ορυχεία. Μεσολάβησαν δεκαετίες από τότε, αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ζουν και βασιλεύουν οι εραστές εκείνης της εποχής;
Πηγή: Καθημερινή