του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ο πρωθυπουργός συγκεντρώνει πάρα πολλές εξουσίες στα χέρια του, είναι λίγο-πολύ ένας μικρός αυτοκράτορας με πολυάριθμες αρμοδιότητες που δεν ελέγχονται πρακτικά από κανέναν. Διοικεί ταυτόχρονα πάρα πολλά πράγματα, από το ταμείο του κόμματός του μέχρι τους γενικούς γραμματείς του κράτους.
Γι’ αυτό το λόγο έχει πολύ μεγάλη σημασία το ποιος είναι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας. Χώρες με ηγέτες η εξουσία των οποίων ελέγχεται από στιβαρούς θεσμούς μπορούν να επιβιώσουν και με το σποραδικό αναπόφευκτο βλήμα στην εξουσία (όλες οι χώρες εκλέγουν βλήματα ενίοτε), γιατί το κράτος λειτουργεί σε κάποιο βαθμό στον αυτόματο. Σε εμάς, όμως, το κράτος είναι ο πρωθυπουργός. Όχι η κυβέρνηση, όχι το κόμμα που κυβερνά -ο πρωθυπουργός προσωπικά.
Ως εκ τούτου, θα έλεγα ότι τρία είναι τα σημαντικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός πρωθυπουργός της Ελλάδας: Να είναι ικανός ο ίδιος, να έχει ως έναν από τους στόχους του το συμφέρον της χώρας, και να επιλέγει ικανούς (κατά κανόνα εξυπνότερους από τον ίδιο) ανθρώπους για σημαντικές θέσεις.
Αυτά δεν είναι αυτονόητα χαρακτηριστικά πολιτικών προσώπων οπουδήποτε. Ίσα, ίσα, είναι σπάνια.
Με αυτά τα κριτήρια, εσείς πώς θα βαθμολογούσατε Έλληνες ηγέτες, σύμφωνα με όσα ξέρετε από την ιστορία, ή με όσα θυμάστε, τουλάχιστο; Στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ας πούμε, τι βαθμό θα βάζετε; Στον Ιωάννη Μεταξά; Στον Κωνσταντίνο Καραμανλή; Στον Κώστα Σημίτη;
Στον Ανδρέα Παπανδρέου;
Ο σημερινός πρωθυπουργός θα κριθεί κι αυτός, όπως και οι προηγούμενοι, με βάση αυτά τα κριτήρια, ή και με άλλα, αν προτιμάτε κι άλλα. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει στο μέλλον, η επιστήμη και η τεχνολογία κάνουν θαύματα, αλλά ως τώρα, στις πρώτες 432 ημέρες της θητείας του, ούτε ένας Καρανίκας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι τα πηγαίνει και πάρα πολύ καλά. Εδώ θα κάνουμε μια συνοπτική ανασκόπηση.
Το θέμα της ικανότητας είναι το πιο θολό από τα τρία, γιατί πώς ορίζει κανείς την “ικανότητα”; Για να φτάσει κάποιος να γίνει κάποιος πρωθυπουργός είναι προφανές ότι είναι ικανός σε κάτι (στο πολιτικό παιχνίδι, στα πισώπλατα μαχαιρώματα, στο λαϊκισμό, στη διατήρηση ισορροπιών, στη σύναψη χρήσιμων συμμαχιών, όλα χρήσιμα είναι), αλλά οι ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας πρωθυπουργός είναι αρκετά διαφορετικές από τις ικανότητες που πρέπει να διαθέτει ένας φιλόδοξος πολιτικός. Μπορεί κάποιος να είναι πάρα πολύ ικανός στο να εκμεταλλεύεται την πολιτική αφέλεια ενός Φώτη Κουβέλη ή να κοροϊδεύει τα πλήθη που χορεύουν πανηγυρίζοντας για το “ΟΧΙ” στις πλατείες, αλλά πρώτον, σιγά το κατόρθωμα και δεύτερον, αυτές οι ικανότητες είναι χρήσιμες για την κατάκτηση και τη διατήρηση της πολιτικής ισχύος, όχι για τη διακυβέρνηση.
Ο ικανός κυβερνήτης πρέπει να μπορεί να περνά πολιτικές, να υλοποιεί πράγματα, να κάνει προεκλογικές υποσχέσεις (ή, έστω, οτιδήποτε) πράξη. Ακόμα και φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχονταν ότι η μόνη ουσιαστική πολιτική πράξη της κυβέρνησης εδώ και εξηνταμία εβδομάδες ήταν το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια. Μέχρι πρόσφατα ανάφεραν και το κλείσιμο της Αμυγδαλέζας, βεβαίως, γιατί αυτή η γραμμή υπήρχε, αλλά αυτό κόπασε τώρα, επειδή μαθεύτηκε ότι η Αμυγδαλέζα δεν έκλεισε ποτέ, κι επίσης η Ελλάδα πλέον γεμίζει Αμυγδαλέζες. Αλλά τέλος πάντων.
Η ουσία είναι ότι η κατάσταση της χώρας σήμερα είναι ακόμα χειρότερη από ό,τι ήταν πριν από 432 ημέρες από όλες τις απόψεις. Ακόμα με τις αξιολογήσεις τρέχουμε, αλλά αυτή τη φορά έχουμε καινούριο, μεγαλύτερο μνημόνιο. Τότε είχαμε να καταπιούμε το μέηλ Χαρδούβελη, τώρα έχουμε μέτρα που θα είναι από 5 μέχρι 11 φορές χειρότερα, ανάλογα το ποιον πιστεύει κανείς. Τώρα έχουμε και capital controls, τώρα έχουμε πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες που δεν θέλουν να είναι εδώ, τώρα έχουμε όλα τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και το Γιώργο Ρουπακιά εκτός φυλακής, τώρα έρχονται ακόμα υψηλότεροι φόροι, μεγαλύτερος ΕΝΦΙΑ. Ούτε καν κανονικό Φεστιβάλ Αθηνών δεν θα γίνει φέτος. Όλα μοιάζουν να πάνε κατά διαόλου.
Βεβαίως, το να τα κάνει κάποιος τόσο σαλάτα μέσα σε 10.000 ώρες μπορεί να οφείλεται σε περιορισμένη ικανότητα (άρα πρόβλημα στο πρώτο κριτήριο), αλλά μπορεί, θα έλεγε κάποιος κακόβουλος, να οφείλεται και σε κάτι άλλο. Στο επόμενο κριτήριο.
Το επόμενο κριτήριο είναι κι αυτό θολό, αλλά λιγότερο. Γιατί έστω ότι ο κυβερνήτης έχει τις ικανότητες να κάνει πράγματα: Είναι σωστά τα πράγματα που θέλει να κάνει; Τι θέλει να πετύχει για τη χώρα; Όπως είπαμε, αυτό στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό, γιατί εδώ ο πρωθυπουργός έχει πραγματικά την εξουσία να αλλάξει την πορεία της χώρας. Υποθέτω πως όλοι θα συμφωνούσαν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας πολύ ικανός πρωθυπουργός που υλοποίησε πολλά πράγματα, αλλά προς ποια κατεύθυνση; Για ποιο σκοπό; Τα αποτελέσματα του οράματός του για την Ελλάδα τα είδαμε όλοι, και τα λουζόμαστε μέχρι σήμερα.
Ο σκοπός του σημερινού κυβερνήτη είναι λίγο-πολύ άγνωστος, πέρα από έναν πολύ κλειστό κύκλο στελεχών της κυβέρνησης (περιλαμβάνει τους λίγους στενούς φίλους του που δεν έχουν εγκαταλείψει το κόμμα). Δεν είναι δυνατό να ξέρει κανείς τι θέλει ο Αλέξης Τσίπρας για την Ελλάδα του 2020, ή και του 2017, επειδή όσα έχει διατυπώσει στο παρελθόν ως πολιτικούς στόχους ή υποσχέσεις αποδείχτηκαν μέσα σε αναπάντεχα σύντομο χρονικό διάστημα ψέματα. Ακόμα και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονίων (που υπέγραψε) δηλώνει τα ανάποδα από αυτά που είναι υποχρεωμένος να υλοποιήσει -βάσει του μνημονίου που υπέγραψε- τα οποία, όπως λένε οι πληροφορίες, θα υπογράψει τελικά χωρίς πολλά πολλά. Οπότε πώς μπορεί να ξέρει κάποιος (έστω, κάποιος που ενδιαφέρεται γι’ αυτά τα πράγματα, όχι αυτοί που χορεύουν τσιφτετέλια στο Σύνταγμα) τι ακριβώς θέλει να πετύχει ο σημερινός πρωθυπουργός; Δεν μπορεί. Μόνο δύο πράγματα μπορεί να κάνει: Να κάνει υποθέσεις για το τι θέλει με έμμεσο τρόπο, και να συμπεράνει το ανάποδο: Τι δεν θέλει.
Η μόνη απάντηση στο “τι θέλει” μπορεί να εκληφθεί έμμεσα και αποσπασματικά από τις περιφερειακές κινήσεις της κυβέρνησής του, ή από δηλώσεις και κινήσεις για μεμονωμένα θέματα που υποδηλούν μια πολύ ανησυχητική προοπτική. Η (σκόπιμη;) σύγχυση και υπονόμευση της διάκρισης των εξουσιών, οι (έστω αδέξιες) κινήσεις για τον έλεγχο των ΜΜΕ, η αποδυνάμωση των ανεξάρτητων αρχών και ένα σωρό ανεμπόδιστες δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης δείχνουν μια ροπή προς τον ολοκληρωτισμό και τον έλεγχο του κράτους πέρα από ό,τι έχουμε δει στο παρελθόν (και έχουμε δει πολλά). Μπορεί το όραμα του πρωθυπουργού να είναι μια πολύ λιγότερο δημοκρατική Ελλάδα από αυτήν που έχουμε σήμερα. Ή μπορεί όλα αυτά να είναι τυχαία, ποιος ξέρει.
Όσο για το τι δεν θέλει; Από ό,τι έχουμε δει ως τώρα, φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του δεν ενδιαφέρονται πολύ για το αν θα βγει η Ελλάδα από την οικονομική κρίση, ή για το πότε. Η κωλυσιεργία, η σκόπιμη διαιώνιση της αβεβαιότητας, η πολιτική διγλωσσία, η αλλεργία στις περικοπές δαπανών και η πλήρης αδιαφορία για αναπτυξιακές πολιτικές αυτό δείχνουν. Αν το δεύτερο κριτήριο ισχύει, θα μπορούσε κάποιος να πει πως η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται έναν πρωθυπουργό που θα ενδιαφέρεται κυρίως για την ανάπτυξη, την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, την άρση των εμποδίων για τις ξένες επενδύσεις, όλα με στόχο να δημιουργηθούν νέες δουλειές και νέος πλούτος, για να αυξηθεί στη συνέχεια το ΑΕΠ (και άρα να μειωθεί το ποσοστό του χρέους), να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα, η οικονομία της χώρας να πάρει μπρος. Δεν είναι μαγικά ξόρκια αυτά, συγκεκριμένες πολιτικές είναι, δοκιμασμένες σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου, κάποιες προβλέπονται και από τα μνημόνια. Αλλά ο σημερινός πρωθυπουργός μοιάζει να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για αυτά τα πράγματα. Ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται από τα λόγια και τις πράξεις του. Δεδομένης της αξιοπιστίας τους, μπορεί εδώ να κάνουμε όλοι λάθος, και στις επόμενες 432 να εκπλαγούμε ευχάριστα. Όπως είπαμε, επειδή ακριβώς δεν μας έχει πει μέχρι τώρα καμία συνεπή αλήθεια, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι σχεδιάζει.
Αλλά υπάρχει και το σημαντικό τρίτο κριτήριο, αυτό που έχει επιτρέψει σε μέτριους πολιτικούς για γίνουν θρύλοι: Την επιλογή ανθρώπων. Αυτό είναι το λιγότερο θολό απ’ όλα, το πιο προφανές, και το πιο ξεκάθαρο. Μάλιστα, επειδή τα πράγματα εξελίσσονται πλέον τόσο γρήγορα, οι άνθρωποι που έρχονται στο προσκήνιο, δοκιμάζονται και κρίνονται μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο πρωθυπουργός μας είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει ένα σωρό επιλογές προσώπων σε διάφορες θέσεις τις τελευταίες 432 ημέρες.
Από την επιλογή των ακροδεξιών ΑΝΕΛ (δύο φορές!) για παρτενέρ και μια σειρά αξέχαστων επιλογών (Ζωή Κωνσταντοπούλου, Γιάνης Βαρουφάκης, Παναγιώτης Λαφαζάνης και τόσα άλλα λαμπρά αστέρια) του πρώτου εξαμήνου, που στη συνέχεια έφυγαν εξαπολύοντας μύδρους, μέχρι την ατέλειωτη στρατιά μικρομεσαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ (Χρήστος Σπίρτζης, Παναγιώτης Κουρουμπλής, Δημήτρης Μάρδας et al) αλλά και της Νέας Δημοκρατίας (Δημήτρης Παπαγγελόπουλος), ή ανθρώπων αγαθών προθέσεων που όμως δεν έχουν σχέση με την πολιτική (Τασία Χριστοδουλοπούλου, Γιάννης Μουζάλας) και, βεβαίως, την επιλογή θεσμικών παραγόντων που δίνουν εξαιρετικά προβληματικά δείγματα γραφής, όπως η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, που στέλνει επιστολές πολιτικού περιεχομένου σε ξένους αξιωματούχους και μετά μηνύει πολίτες που της κάνουν κριτική, ή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ιστορικό στέλεχος της λαϊκιάς δεξιάς, που τις προάλλες κατακεραύνωνε το νεοφιλελευθερισμό και δήλωνε πως η λύση του προσφυγικού βρίσκεται στα διδάγματα του χριστιανισμού, ο αριθμός άστοχων, περίεργων, αποτυχημένων και ανεξήγητων επιλογών προσώπων πρέπει να μην έχει προηγούμενο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Από αυτή την συνοπτική καταγραφή, ομολογουμένως δεν βγαίνει και πολύ καλή βαθμολογία για το σημερινό πρωθυπουργό. Βεβαίως, η πολιτική είναι ένα παιχνίδι με πολλές πίστες. Ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνει πολύ συχνά το ότι είναι ακόμα 40 χρονών (είναι η δεύτερη αγαπημένη του χρονική διάρκεια, μετά τις “17 ώρες”) και άρα θεωρεί ότι έχει πολύ μεγάλο μέλλον στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Προς το παρόν δεν έχουμε ιδέα για το τι θέλει να πετύχει (αν ξέρει -κι αν ξέρει, αν αυτό που θέλει μας συμφέρει), δεν έχει δείξει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στην υλοποίηση πολιτικών και την επίλυση σημαντικών προβλημάτων, ενώ έχει δείξει μια έντονη έφεση στις άστοχες επιλογές προσώπων. Μπορεί να βελτιωθεί στο μέλλον; Βεβαίως -ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια να τα πάει χειρότερα. Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε μια ποικιλοτρόπως χρεοκοπημένη χώρα, με όλες τις αρμοδιότητες της διακυβέρνησής της συγκεντρωμένες σε ενός μονοπρόσωπου θεσμικού φορέα.
Δεν έχουμε και πολλά περιθώρια αναμονής.
Πηγή: Καθημερινή