του Στάμου Ζούλα
Φοβάμαι ότι οι επιπτώσεις στον δυτικό τρόπο ζωής μας, εξαιτίας των τρομοκρατικών χτυπημάτων, θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες απ’ ό,τι υπολογίζουμε. Στην ουσία, έχει αποτύχει το δόγμα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, σύμφωνα με το οποίο η Δύση διαμόρφωσε την πολιτική της έναντι του μουσουλμανικού κόσμου. Και αυτός ήταν ο στόχος των τζιχαντιστών, οι οποίοι, φυσικά, δεν αποσκοπούσαν να κατακτήσουν και να καθυποτάξουν ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Απέβλεπαν στο να επιβάλουν ένα τείχος μεταξύ «πιστών» και «απίστων». Να χαράξουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του δυτικού και του μουσουλμανικού τρόπου ζωής. Και στον στόχο αυτόν υπερτερούσαν, αφού στη Δύση ζουν δεκάδες εκατομμύρια μουσουλμάνων, σε αντίθεση με τον «αποικισμό» των χριστιανών. Και επιπλέον, οι χριστιανοί «άποικοι» είναι στην πλειοψηφία τους προσωρινοί, έχουν πειθήνια προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής που τους επιβάλλουν οι μουσουλμανικές αρχές –και το κυριότερο– δεν επιχείρησαν ποτέ να δημιουργήσουν θρησκευτικο-φυλετικούς θυλάκους, δηλαδή εκούσια γκέτο, στις χώρες όπου φιλοξενούνται. Δεν επιχειρώ να υποτιμήσω τις ευθύνες του δυτικού κόσμου για την εμφάνιση του ακραίου μουσουλμανισμού. Με την αποικιοκρατία, την αλόγιστη μάχη συμφερόντων, την ακραία εκμετάλλευση «ξένου» πλούτου. Ωστόσο, εξίσου πρέπει να σταθούμε και σε μουσουλμανικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία κ.ά., που έχουν ανακτήσει προ πολλού την αυτοτέλεια διαχείρισης του πλούτου τους. Και να διερωτηθούμε κατά πόσον οι χώρες αυτές ανταποκρίθηκαν στο δυτικό δόγμα περί πολυπολιτισμικότητας, ή, έστω, αν έκαναν μερικά βήματα προς την κατεύθυνση των ατομικών δικαιωμάτων, της ελεύθερης παιδείας, της ισότητος των φύλων, κ.λπ. Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Συνεπώς, πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν και βαθύτερα αίτια για την εμφάνιση του ακραίου μουσουλμανισμού. Να διερωτηθούμε, αίφνης, για την παθητική στάση που τηρούν οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι στο φαινόμενο των τζιχαντιστών. Εκτός της Συρίας, στην οποία μαίνεται επί πενταετία ο πόλεμος, το κύμα προσφύγων και μεταναστών διογκώνεται και από άλλες χώρες, όπως το Μαρόκο, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, κ.λπ., στις οποίες οι συνθήκες δεν είναι πολεμικές. Η προσφυγιά από τις χώρες αυτές προκαλείται κυρίως εξαιτίας του ακραίου μουσουλμανισμού που τις απειλεί. Ωστόσο, καίτοι το «κίνημα» αυτό παραμένει μειοψηφικό, οι «απειλούμενοι» ως κράτη διστάζουν να το καταπολεμήσουν και ως πολίτες προτιμούν να καταφύγουν στη θαλπωρή της Δύσης «για ένα καλύτερο μέλλον». Παρά ταύτα. Οταν οι «πρόσφυγες» φθάσουν στη Γη της Επαγγελίας, περιχαρακώνονται σε θρησκευτικο-φυλετικούς θυλάκους, προκειμένου να διατηρήσουν την «ιδιαιτερότητά τους». Οι δε θύλακοι αυτοί έχουν προ πολλού μεταβληθεί σε κοιτίδες επώασης του τζιχαντισμού. (Ο μακελάρης του Παρισιού Σαλάμ Αμπντεσλάμ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βέλγιο. Κρυβόταν –και προφανώς προστατευόταν επί τετράμηνο– στη μουσουλμανική συνοικία Μόλενμπεκ των Βρυξελλών, στην οποία ζουν 600.000 ομόθρησκοί του). Φίλες και φίλοι. Συνηθίζουμε να λέμε ότι «ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος», αλλά και ότι «η βία γεννά βία». Οι Ευρωπαίοι πολίτες βιώνουν, τις τελευταίες δεκαετίες, τις παράπλευρες απώλειες στον τρόπο ζωής τους εξαιτίας της πολυπολιτισμικής αντίληψης. Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί παντού η επιρροή των ακραίων δυνάμεων. Ετσι και η αντίδραση των «δημοκρατικών δυνάμεων», οι οποίες εγκαλούνται ως υπόλογες για την εισβολή του τρόμου στην Ευρώπη, φοβάμαι ότι δεν θα είναι μετριοπαθείς, ούτε λελογισμένες.
Πηγή: Καθημερινή