του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Η πολιτική δεν είναι πια το ίδιο πράγμα που ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Είναι κάτι άλλο. Και δε είναι απλά ένα πράγμα που εξελίχθηκε, σα να συγκρίνεις ας πούμε το μπάσκετ της εποχής Κοκολάκη με το μπάσκετ της εποχής Αντετοκούμπο. Όχι. Είναι σα να συγκρίνεις το μπάσκετ της εποχής Κοκολάκη με την τεχνητή νοημοσύνη της Google που κέρδισε τον παγκόσμιο πρωταθλητή στο Go. Εντελώς άλλο άθλημα.
Η αλλαγή, συνοπτικά, είναι η εξής: Σήμερα στην πολιτική πραγματικότητα το τι λέει και το τι κάνει κάποιος έχει μικρή σημασία. Υπάρχουν εξαιρέσεις (μπορεί ένας υπουργός, ας πούμε, να πει “Μακεδονία”) αλλά κατά κανόνα το τι κάνει μια κυβέρνηση ή ένα πολιτικό πρόσωπο δεν έχει πραγματική σημασία, σοβαρό αντίκτυπο στο εκλογικό σώμα ή την κοινή γνώμη, ή συνέπειες.
Δείτε εδώ σε εμάς τι έγινε το 2015: Μια λαϊκιστική κυβέρνηση δεν υλοποιεί καμία από τις προεκλογικές της υποσχέσεις, κλείνει τις τράπεζες, αποτελειώνει μια ημιθανή οικονομία, διχάζει το εκλογικό σώμα, τζογάρει σε ημιπαράνομο δημοψήφισμα, κερδίζει, και μετά προδίδει αυτούς που τη στήριξαν υπογράφοντας αυτό που έλεγε ότι θα σκίσει, την εγκαταλείπουν τα πιο προβεβλημένα της στελέχη και, μετά από όλα αυτά, ξανακερδίζει εκλογές. Πώς γίνεται αυτό; Πώς είναι δυνατό; Αφού υποτίθεται ότι στην εποχή μας μαθαίνονται όλα, πιο εύκολα και γρήγορα από ποτέ. Γιατί ταυτόχρονα μοιάζουν να χάνουν κάθε σημασία;
Από ό,τι φαίνεται, η ποσότητα της διαθέσιμης πληροφορίας είναι αντιστρόφως ανάλογη της βαρύτητας της κάθε μιας πληροφορίας ξεχωριστά. Αναισθητοποιούμαστε από την ποσότητα, δε μπορούμε να τη διαχειριστούμε ή να αντιδράσουμε σ’ αυτή, κι έτσι την αφήνουμε να περνάει. Παλιά, όταν υπήρχαν μόνο εφημερίδες, και για να μάθεις τις ειδήσεις έπρεπε να κάτσεις μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας μπροστά σε ένα φωτεινό παραλληλόγραμο, η πληροφορία ήταν πεπερασμένη, και άρα το περιεχόμενό της είχε νόημα. Μαθαίναμε πέντε πράγματα την ημέρα, κι αυτά ήταν. Αν η τηλεόραση και (την επόμενη ημέρα) οι εφημερίδες έλεγαν για τα πάμπερς, αυτό ήταν η είδηση, τα πάμπερς. Δεν υπήρχε κανένας μολώχ πληροφορίας να τα κουκουλώσει, να τα αμβλύνει, να τα ξεφτιλίσει, να τα αναλύσει, να τα ξεπλύνει και να τα ξεχάσει μέσα σε 24 ώρες. Το 1988 ο Μάικ Δουκάκης δεν έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ επειδή κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας κυκλοφόρησε μια φωτογραφία που τον έδειχνε με κράνος σε ένα τανκ, και έμοιαζε σαν πλεϊμομπίλ, κι αυτό έπληξε το κύρος του, και έχασε. Για μια φωτογραφία. Σήμερα ψάχτε σας παρακαλώ στο Google “#TrumpMyCat”.
Και έτσι, τα αφήνουμε όλα να περνάνε ανεμπόδιστα, κι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μηνύει πολίτες και κάνει υποδείξεις σε πολιτικά κόμματα, κι ο Βασίλης Λεβέντης τσουπ, καταλήγει στη Βουλή. Διορίζεται ένας Καρανίκας, η κατακραυγή ξεσπά και αυτοκαταπνίγεται μέσα σε λίγες ώρες στο Twitter, και μετά διορίζεται κι η αδερφή του Καρανίκα, λες και δεν έχει σημασία, λες και δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως συνέπεια, λες και μπορούν να κάνουν ό,τι και όπως θέλουν, κι όχι μόνο αυτοί, αλλά οποιοιδήποτε, κι όχι οποτεδήποτε, αλλά τώρα, μόνο τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία όλοι οι κανόνες που ξέραμε μοιάζει να έχουν αλλάξει.
Δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, και δεν ευθύνεται “η κρίση” γι’ αυτό. Απλά συμπίπτει χρονικά -εμείς χρεωκοπήσαμε πάνω που όλος ο κόσμος απέχτησε smartphones και έβαλε Facebook. Παντού οι κανόνες έχουν αλλάξει. Το βλέπετε και εκτός πολιτικής, όπως για παράδειγμα στην ύστερη καριέρα του Κάνυε Γουεστ. Αλλά φαίνεται κυρίως στην πολιτική. Η καλύτερη ενσάρκωση του φαινομένου παγκοσμίως, καλύτερη κι απ’ τους δικούς μας, είναι μάλλον ο εκκολαπτόμενος χρυσοποίκιλτος χιτλερίσκος Ντόναλντ Τραμπ, που λέει πως οι Μεξικάνοι μετανάστες είναι βιαστές, πως πρέπει να απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ στους μουσουλμάνους, και που καλεί τους οπαδούς του σε πράξεις βίας κατά διαδηλωτών. Όταν δεν ξερνά ρατσισμό και βία, ο Τραμπ μιλά ακατάληπτα, σα Google Translate από μια γλώσσα με εκατό λέξεις, το πολύ δισύλλαβες. Μιλά σα να μην έχει καμία σημασία το τι λέει. Επειδή ξέρει ότι δεν έχει καμία σημασία το τι λέει. Έτσι, είναι το φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την Προεδρία.
Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, αυτοί οι νέοι κανόνες: Δεν έχει καμία σημασία το τι λέγεται. Ο δημόσιος πολιτικός διάλογος έχει πάψει να χαρακτηρίζεται από το περιεχόμενό του -είναι μόνο θόρυβος. Δεν έχει σημασία το λεξιλόγιο, δεν έχει σημασία η ουσία, δεν χρειάζεται να πεις “ιχ μπιν άιν μπερλίνερ” και “τέαρ ντάουν δις γουώλ”, δεν έχει σημασία το ότι αυτοαποκαλείσαι αριστερός και κολλάς άψογα με τους ακροδεξιούς, κανείς δεν ασχολείται, σημασία έχει μόνο να μιλάς, συνέχεια. Ας λες μπούρδες. Ας διαβάζεις τον τηλεφωνικό κατάλογο. Ας λες ότι οι πρόσφυγες λιάζονται, πως η Ειδομένη είναι τιμή, ότι δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να μας πουν όχι.
Εμείς, οι συμμέτοχοι και καταναλωτές όλης αυτής της πληροφορίας, δεν μπορούμε να την διαχειριστούμε, να τη φιλτράρουμε, και να την αξιολογήσουμε. Από ό,τι φαίνεται, απλά θα την αφήσουμε να περνάει, και η πραγματικότητα θα γίνεται όλο και πιο γκροτέσκα, ποιος ξέρει ως πότε.
Πηγή: Καθημερινή