του Στάμου Ζούλα
Το χειρότερο που μπορεί να συμβαίνει είναι οι κυβερνώντες να μην έχουν αντιληφθεί το μέγεθος των προβλημάτων ούτε των ευθυνών τους. Να τους έχουν συνεπάρει η μέθη της εξουσίας και η χαρά της νομής της, σε σημείο μιας απατηλής αυταρέσκειας και ενός επικίνδυνου στρουθοκαμηλισμού. Αυτό σκέφθηκα, διαβάζοντας μια περικοπή από το νέο βιβλίο του Γκι Φερχόφστατ «Η ασθένεια της Ευρώπης». Για όσους δεν την έχουν υπόψη τους, την μεταφέρω αυτούσια: «Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου πιο εύθυμη παρέα Ελλήνων από εκείνη που συνάντησα στις 24 Απριλίου 2015, στην πτήση από Βρυξέλλες προς Αθήνα. Ηταν μια αντιπροσωπεία της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, που επέστρεφε στην Ελλάδα, μετά μια ακόμη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, στις Βρυξέλλες. Ταξίδευαν πρώτη θέση – δεν ήταν αυτονόητο για πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ. Εκαναν συνέχεια πλάκα και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Δεν έδιναν καθόλου την εντύπωση ότι ανησυχούσαν για κάτι, ούτε ότι η Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και μετά βίας κατόρθωνε να μαζέψει τα λεφτά, για να πληρώσει τις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων». Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τα γραφόμενα από τον συγγραφέα και πρώην πρωθυπουργό του Βελγίου (1999-2008). Αλλωστε, έχουμε όλοι μας διαπιστώσει αυτήν την απόσταση των κυβερνώντων από την πραγματικότητα.
Διαβάζοντας, όμως, την παραπάνω περικοπή, ο νους μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω.
Σε μια άλλη πτήση επιστροφής στην Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά μια οκταήμερη περιοδεία στην Ευρώπη, όπου συναντήθηκε με όλους τους τότε ηγέτες, είχε επιτύχει να άρει όλες τις αρνητικές αντιδράσεις, ανοίγοντας στη χώρα μας την πόρτα της Ευρώπης. Ηταν ένας προσωπικός θρίαμβος του Κ.Κ., όπως χαρακτήρισε την περιοδεία αυτή ο φειδωλός σε χαρακτηρισμούς «Γκάρντιαν». Γυρίζαμε το πρωί της Τετάρτης 1ης Φεβρουαρίου του 1978. Κανείς από τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς που συνόδευαν τον τότε πρωθυπουργό δεν επιχείρησε να πανηγυρίσει. Σκεφτόμασταν περισσότερο αυτό που είχε πει ο Κ.Κ., αρχίζοντας τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη. «Θα ρίξω τους Ελληνες στη θάλασσα για να μάθουν να κολυμπούν». Η τότε επιτυχία σήμαινε, για όλους μας, την απαρχή προσπάθειας και δοκιμασίας.
Εύλογα μπορεί να με εγκαλέσετε πως συγκρίνω ανόμοιες καταστάσεις και πρόσωπα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς με εξώθησε σε τούτο τον παραλληλισμό. Πώς και γιατί φθάσαμε στο σημείο να θεωρούμε «ανόμοιες» και «μη συγκρίσιμες» τις συμπεριφορές των παλαιών πολιτικών έναντι των νεοτέρων. Αυτό και μόνον σημαίνει ανοχή (αν μη παραδοχή), εκ μέρους μας, μιας παρακμής, ενός εκπεσμού της δημόσιας ζωής του τόπου.
Με τη φράση «των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν» ο Θουκυδίδης διαπίστωνε την αδυναμία της πολιτείας να αντιληφθεί την πραγματικότητα, δίδοντας προτεραιότητα στα σημαντικά, αντί να ασχολείται με ασήμαντα. Στις μέρες μας, η φράση χαρακτηρίζει κάποιον που τραγουδά ενώ του συμβαίνει μια καταστροφή. Με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συμβαίνει κάτι το χειρότερο. Εξακολουθούν να «βρίσκονται μέσα στην τρελή χαρά», γιατί ο λαός «τους χάρισε την εξουσία». Δεν τους επέλεξε για να τη διαχειρισθούν προς το συμφέρον του, αλλά για να την καρπωθούν οι ίδιοι. Φίλες και φίλοι, όσο και αν δεν μας αρέσει, αυτή είναι η αλήθεια.
Οπως την αντιλαμβάνονται και την υλοποιούν οι σήμερα κυβερνώντες.
Πηγή: Καθημερινή