του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Παρατηρώ (με ικανοποίηση) ότι το θέμα της επιλεκτικής ή (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) της μη εφαρμογής του αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα συσπειρώνει μια δυναμική μειοψηφία που υπερασπίζεται το δικαίωμά της να τη σέβονται όταν μοιράζεται χώρους κοινωνικής συνεύρεσης και αναψυχής (εστιατόρια, μπαρ, κ.λπ.).
Φυσικά, πάντα υπάρχει και ο αντίλογος που αναπτύσσεται σε δύο άξονες: στον πρώτο αναγνωρίζεται μεν το ελληνικό «παράδοξο» αλλά την ίδια στιγμή επιστρέφει το αίτημα νομοθετικής πρόνοιας για την καθιέρωση χώρων και για καπνιστές. Την πλήρη αποτυχία αυτής της θέσης τη βλέπουμε σήμερα: σε ορισμένα εστιατόρια που διαθέτουν μπαρ απαγορεύεται να καπνίσεις όσο βρίσκεσαι στο τραπέζι σου αλλά την ίδια στιγμή «καπνίζεις» κανονικότατα το σύννεφο που έρχεται από το μπαρ καθώς εκεί επιτρέπεται… Σε πολλές περιπτώσεις, το «μπαρ» από τον χώρο του εστιατορίου απέχει ένα μέτρο… Σε αυτό το περιβάλλον, το ελληνικό δαιμόνιο κατασκευάζει πατέντες από το πουθενά διαχωρίζοντας χώρους (μη καπνιστών και καπνιστών) με κάθε είδους πετάσματα, λιγότερο ή περισσότερο στεγανά, έτσι ώστε να καλλιεργείται η αίσθηση (ή η ψευδαίσθηση) ότι εμποδίζεται η κυκλοφορία του αέρα και ότι, τελικά, γίνεται σεβαστό το γράμμα του νόμου.
Στον δεύτερο άξονα η συζήτηση αναβιβάζεται σε φιλοσοφικό επίπεδο, γίνεται στο «όνομα της ελευθερίας» και παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ακραία φιλελεύθερη θέση στο πλαίσιο της οποίας η «αγορά» έχει πάντα δίκιο, αυτορρυθμίζεται, κ.λπ. Αν οι μη καπνιστές πηγαίνουν σε εστιατόρια και μπαρ όπου το κάπνισμα «επιτρέπεται» το πρόβλημα είναι δικό τους: αποδέχονται σιωπηρά την πολιτική του καταστήματος και με τον τρόπο τους την επιδοκιμάζουν. Αν θέλουν να υπερασπιστούν το δικαίωμά τους σε καταστήματα εστίασης χωρίς καπνό θα πρέπει να ενισχύουν συνειδητά χώρους με αυστηρά αντικαπνιστικό χαρακτήρα.
Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουν, η «αγορά» δημιουργεί επιλογές για όλους: όσοι θέλουν να καπνίσουν θα πηγαίνουν στα εστιατόρια όπου θα γνωρίζουν ότι αυτό επιτρέπεται και αντίστοιχα όσοι δεν καπνίζουν θα ενισχύουν χώρους με αυστηρή αντικαπνιστική πολιτική.
Η θέση αυτή μοιάζει εκ πρώτης όψεως σωστή και, κυρίως, «δημοκρατική». Την ευθύνη έχει ο ίδιος ο πολίτης και όχι το κράτος, ο αιώνιος «πατερούλης» ανεύθυνων υποκειμένων. Το πρόβλημα, εδώ, βρίσκεται σε ένα άλλο, πολύ πιο λεπτό σημείο: υπάρχει νομοθεσία που δεν τηρείται.
Αν συμφωνήσουμε ότι όσοι δεν ανέχονται το κάπνισμα στους χώρους εστίασης είναι μια σιωπηρή, παθητική μειοψηφία (αν και τα νούμερα λένε το ανάποδο), ας σκεφτούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της νομοθετικής πρόνοιας αφορά στην υπεράσπιση δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Αυτό διακρίνει τις ανεπτυγμένες δημοκρατίες από τις υπόλοιπες. Ας αποφασίσουμε πού θέλουμε να ανήκουμε.
Πηγή: Καθημερινή