του Αντώνη Καρακούση
Η πρώτη αξιολόγηση ήταν να τελειώσει τον περασμένο Οκτώβριο. Αυτό προέβλεπε η συμφωνία του καλοκαιριού,αυτό υποσχέθηκε προεκλογικά ο πρωθυπουργός, στο όνομα της εξομάλυνσης των οικονομικών συνθηκών κέρδισε τις εκλογές και αυτό βεβαίως περίμεναν οι πολίτες.
Ωστόσο, έχουν περάσει τέσσερις μήνες και είμαστε ακόμη σε διαπραγμάτευση θολή και απροσδιόριστη.
Οι συναντήσεις με το κουαρτέτο δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα, η δυσπιστία περισσεύει, η αμφισβήτηση θεριεύει και η ανασφάλεια επανέρχεται δριμύτερη.
Η πρόταση Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό έχει δομικά προβλήματα, δεν περιορίζει το μέγα βάρος της συνταξιοδοτικής δαπάνης που είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη, παρά μεταθέτει την επέμβαση στο μέλλον και επιχειρεί να καλύψει το τρέχον δημοσιονομικό κενό με προσφυγές στους φόρους και στις ασφαλιστικές εισφορές, αφαιρώντας κι άλλες δυνάμεις από την οικονομία και απ’ τους πολίτες.
Ήδη οι προτάσεις υπεραύξησης των ασφαλιστικών εισφορών σε αγρότες,ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους προκαλούν σαρωτικές αντιδράσεις σε όλη τη χώρα, παραλύοντας τις μεταφορές και βασικές λειτουργίες της.
Συνδυαζόμενες μάλιστα με τους φόρους πνίγουν στην κυριολεξία κάθε δραστηριότητα, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο δημιουργίας και προκοπής.
Είναι δε απολύτως προβληματικό το γεγονός ότι οι φωστήρες του υπουργείου Οικονομικών σχεδιάζουν και αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή στο 50%, χωρίς να έχει διευκρινισθεί αν σε αυτόν θα προστεθεί και η αναλογούσα έκτακτη εισφορά.
Οι απίθανοι φορομπήχτες που μας κυβερνούν πιθανόν να μην έχουν σκεφτεί ότι μπορεί η φορολογία εισοδήματος να προσεγγίσει το 60% πάνω από κάποιο επίπεδο εισοδήματος και να αποτελεί αντικίνητρο για εργασία ή σοβαρό κίνητρο φοροδιαφυγής ακόμη και στον κύκλο των μισθωτών.
Το δυστύχημα είναι ότι όλα αυτά εφευρίσκονται για να μην χρεωθεί η ”αριστερή” κυβέρνηση την εκ των συνθηκών επιβεβλημένη μείωση των συντάξεων.
Καθυστερεί σκόπιμα η κυβέρνηση,παριστάνει ότι διαπραγματεύεται σκληρά και νομίζει ότι έτσι κερδίζει χρόνο, ενώ αντίθετα χάνει χρόνο και εξαντλεί ταχύτατα το όποιο απόθεμα ανοχής εξασφάλισε από τη δεύτερη εκλογή του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Πέφτει και ο κ.Τσίπρας στα ίδια λάθη που υπέπεσε το 2014 ο κ.Σαμαράς.
Κυριαρχείται από τη διαχείριση του πολιτικού κόστους και κινδυνεύει να φέρει την κατάσταση και πάλι στα άκρα.
Θα το πληρώσει, όπως το πλήρωσαν κι άλλοι,είναι θέμα χρόνου. Αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτόν; Η χώρα ενδιαφέρει,αυτή και οι πολίτες θα πληρώσουν το μάρμαρο δυστυχώς.
Ας μιλήσουμε λοιπόν χωρίς περιστροφές. Το βάρος των συντάξεων είναι τέτοιο που δεν αντιμετωπίζεται με κολπάκια.
Η εθνική δαπάνη για συντάξεις ανέρχεται στο 16,2% του ΑΕΠ,είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη.
Δεν αντέχεται,δεν μπορεί να συντηρηθεί από την παρούσα οικονομία αυτό το επίπεδο συντάξεων.
Η διατήρησή του θα απαιτεί ολοένα περισσότερους φόρους και ολοένα υψηλότερες εισφορές, που δεν δύναται να αποδώσει η αναιμική και βυθιζόμενη ελληνική οικονομία.
Υπό αυτή την έννοια, στην παρούσα φάση χρειάζεται επέμβαση γενναία, ενταγμένη σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, ώστε σταδιακά να απελευθερωθούν δημοσιονομικοί πόροι, ικανοί να ελευθερώσουν την οικονομία και να την θέσουν ξανά σε τροχιά ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Με ένα τσουβάλι φόρους στους ώμους και χωρίς προσδοκία προόδου και εξόδου από την κρίση δεν πρόκειται να έλθει η διεκδικούμενη ανάπτυξη.
Κακά τα ψέματα,μέχρι τώρα οι κυβερνώντες εγγυώνται με τη στάση και την αποκοτιά τους τη μετάπτωση σε καθεστώς στάσιμο – χρεοκοπίας που θα τελειώσει στην κυριολεξία τη χώρα.
Έχουν μια ευκαιρία ακόμη να δράσουν αποφασιστικά έστω την τελευταία ώρα.
Απ’ αυτούς εξαρτάται αν θα αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν.
Και αυτή τη φορά δεν θα έχουν καμία δικαιολογία.
Τώρα δεν υπάρχει η αθωότητα της «πρώτης φοράς». Γνωρίζουν οι ίδιοι, γνωρίζει και ο ελληνικός λαός.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ