της Μαρίας Κατσουνάκη
Για τον γραμματέα του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, Ιάσονα Σχινά–Παπαδόπουλο, γράφτηκαν πολλά. Τόσα, ώστε ο ίδιος επανήλθε με νέα επιστολή. Στην πρώτη, δικαιολογούσε τον διορισμό συγγενών του στο Δημόσιο με μια μακροσκελή επιστολή για την προσφορά και τις θυσίες των μελών της οικογένειάς του στους αγώνες της Αριστεράς. Ενα δείγμα γραφής: «…Τότε ήμουν 10 χρόνων και ακούγαμε το Αξιον Εστί και μου έλεγαν ιστορίες. Για τη γιαγιά μου, την περήφανη επονίτισσα, βασανισμένη από τους χίτες στο χωριό της, που φθάνει σήμερα τα 90 και με καλημερίζει κάθε πρωί. Για τον προπάππο μου, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω, δικαστή του ΕΑΜ, και για τον παππού μου, αντάρτη στον Δημοκρατικό Στρατό, που γλίτωσε την εκτέλεση στο τσακ αφού τον συλλάβανε τις μέρες της ήττας». Σ’ αυτόν τον τόνο κυλάει το 1.000 λέξεων κείμενό του.
Ακολούθησε δεύτερη επιστολή. Εδώ, το φορτισμένο συναισθηματικά, προσωπικό ύφος δίνει τη θέση του σε μια πολιτικοκοινωνική προσέγγιση. Δείγμα γραφής, και πάλι: «Η υπόθεση της διαχείρισης – μετασχηματισμού του κράτους είναι μια κουβέντα που –λόγω της μεταπολιτευτικής εμπειρίας και του πελατειακού κράτους που δόμησαν τα κόμματα του πάλαι ποτέ δικομματισμού– αποτελεί ταμπού για την κοινωνία». Αφού ερμηνεύει και δικαιολογεί με τον τρόπο του τις επιλογές της κυβέρνησης, καταλήγει: «Στον κιτρινισμό και στη σπέκουλα ο ρόλος της Αριστεράς και της νεολαίας είναι να σηκώνει τείχη…».
Ο κ. Σχινάς–Παπαδόπουλος είναι μόλις 28 χρόνων, αλλά τίποτα δεν το δηλώνει στον τρόπο που σκέφτεται. Ενας νεολαίος τόσο γερασμένος, καθηλωμένος σε σχήματα, φλυαρεί βαρύγδουπα, τροφοδοτείται (από) και τροφοδοτεί μύθους, προτιμώντας τους εξαργυρώσιμους, εκείνους που αποθεώνει κάθε μορφής κομματοκρατία, καταφεύγει σε παρωχημένες αφηγήσεις, εγκαθιστώντας τις «ζωές των άλλων» στο κέντρο της δικής του ζωής. Θα πείτε, έτσι γαλουχήθηκε έτσι πορεύεται. Ψυχαναλυτικά δόκιμη ερμηνεία, όμως σκοπός του σημειώματος δεν είναι να αναλύσει τις αιτίες και να εντοπίσει την πηγή της πρόωρης γήρανσης. Του παλιού που μασκαρεύεται ως επαναστατική ορμή και υψώνει ατροφική γροθιά προαναγγέλλοντας την αλλαγή του κόσμου.
Ακόμη πιο αντιπροσωπευτικές από τις λέξεις του Ιάσονα Σχινά–Παπαδόπουλου είναι οι εικόνες με τις οποίες επέλεξε να ντύσει το ραπ τραγούδι του «Salto mortal – Η ελπίδα μου απόψε». Πορσελάνινες κούκλες με δυσανάγνωστη έκφραση, κάτι ανάμεσα σε παιδική αθωότητα και τον εφιαλτικό μετασχηματισμό της… στον «Τσάκι, την κούκλα του διαβόλου». Κι εδώ οι στίχοι προδίδουν πολυτελείς δυστυχίες μετεφηβικού σοκ: «χαστούκια ζωής» και «σκάρτα όνειρα». Στην άλλη όχθη του σύγχρονου κόσμου, νέοι άνθρωποι, 25 – 35 ετών, δοκιμάζουν καινοτόμους ιδέες, αποτυγχάνουν, σκοντάφτουν, απογοητεύονται, ξαναδοκιμάζουν, ανταγωνίζονται, ρισκάρουν. Στην επιστήμη, στην επιχειρηματικότητα, στις τέχνες, παντού. Απενοχοποιημένοι, όχι από μνήμη και ιστορική συνείδηση, αλλά από βαρίδια, που σε κάνουν εμμονικό νοσταλγό του παρελθόντος και οργισμένο, διαρκώς πολέμιο, μιας μελλοντικής κοινωνίας «εκτός των τειχών».
Τον σκέφτομαι να διαβάζει τη δήλωση μιας νεαρής Ελληνοαμερικανίδας γκουρού των επιχειρήσεων («Κ» 10/01) ότι «η επιχειρηματικότητα μπορεί να είναι πολύ δημιουργική και δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες άπληστοι και κακοί άνθρωποι», και να ανατριχιάζει.
Ο 28χρονος γραμματέας δεν είναι μοναδική περίπτωση, γι’ αυτό και η εκτεταμένη αναφορά στο πρόσωπό του. Υπάρχουν και άλλοι γερασμένοι νεολαίοι σε αυτήν τη χώρα, η οποία θαυμάζει το βαρύγδουπο και αποστρέφεται το απλό και το σαφές. Που θεωρεί ηθική στάση τον πάσης φύσεως διανοητικό ευνουχισμό, νομίζοντας ότι έτσι προστατεύει τον πολιτισμό και την ιστορία της. Με ανθρώπους νέους στην όψη και γέροντες στη σκέψη. Θλιβερό.
Πηγή: Καθημερινή