του Ηλία Μαγκλίνη
Το έχω ξαναγράψει, αλλά επιβάλλεται μια επανάληψη: το 2007, επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, φίλος από τη Σλοβακία, δημοσιογράφος του ραδιοφώνου, με ειδίκευση στη διεθνή ειδησεογραφία, επισκέφθηκε τη χώρα μας για ρεπορτάζ με θέμα την «μεταολυμπιακή Ελλάδα». Είχε, λοιπόν, πάρει και συνέντευξη και από έναν υφυπουργό. Οταν τον ρώτησα πώς πήγε η συνάντηση, μου είπε ότι ο εν λόγω υφυπουργός ήταν πολύ ευγενής. Ενα πράγμα τού έκανε εντύπωση: μετά το πέρας της συνέντευξης, ο υφυπουργός τον σύστησε στους στενούς συνεργάτες του. «Και;», τον ρώτησα. «Ολοι ήταν μέλη του οικογενειακού του περιβάλλοντος: η κόρη του, κάποιος ξάδελφος, συγγενείς της γυναίκας του, κ.λπ.».
Αντιγράφω επί λέξει: «Δαγκώθηκα. Ο φίλος από τη Σλοβακία δεν έδωσε κάποιον χαρακτηρισμό στο περιστατικό, απλώς του έκανε εντύπωση και μετά το ξέχασε. […] Το πιο εκπληκτικό όμως δεν είναι τόσο το ότι ο εν λόγω πολιτικός έχει εξοπλίσει το επιτελείο του με σχεδόν αποκλειστικά όρους οικογενειοκρατίας. Το εκπληκτικό είναι ότι θεώρησε τόσο αυτονόητη τη σύνθεση του επιτελείου του, που με περισσή αφέλεια (;) σύστησε ένα ένα τα μέλη του στον ξένο επισκέπτη, υπογραμμίζοντας με υπερηφάνεια τον βαθμό συγγένειας».
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν γίνει γνωστές αθρόες προσλήψεις «ημετέρων», συγγενών κάθε βαθμού, σε δημόσιες θέσεις από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Σε ορισμένες περιπτώσεις ένα άτομο εμφανίζεται να έχει διορίσει τρία και τέσσερα μέλη του στενού και ευρύτερου οικογενειακού του περιβάλλοντος. Υπήρξε και μια απάντηση από ένα τέτοιο στέλεχος που μάλλον χειρότερα έκανε τα πράγματα παρά καλύτερα – για τον ίδιο και για την εικόνα της κυβέρνησης. Ούτε λίγο ούτε πολύ το στέλεχος αυτό –που, καθ’ όσον είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, δεν είναι ούτε τριάντα χρόνων– δικαιολογεί εμμέσως τους διορισμούς με μοναδικό γνώμονα ότι η αριστερών φρονημάτων οικογένειά του υπέστη διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις, καταπίεση, τραμπουκισμούς από τον Εμφύλιο πόλεμο έως και τα χρόνια της δικτατορίας. Οπότε τώρα «παίρνει το αίμα του πίσω».
Κάποιοι συμπολίτες μας, οι οποίοι συνεχίζουν να πάσχουν από «παιδικές ασθένειες», θεωρώντας την ελληνική Αριστερά μια αγνή μα κακοποιημένη Αγία που έχει το αδιαμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα, περιμένουν ακόμη από την Κουμουνδούρου να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι – ειδικά σε ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας. Τελικώς όσοι δεν εθελοτυφλούν βλέπουν να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι εσαεί εξιδανικευμένοι και διωκόμενοι «προοδευτικοί», όχι μόνον δεν πράττουν το αντίθετο, αλλά συνεχίζουν τις παραδόσεις των παλαιοτέρων συντηρητικών αστών, δικαιολογώντας μάλιστα με περισσό θράσος και γλυκερή παρελθοντολαγνεία τα αδικαιολόγητα.
Ας μη γελιόμαστε: το περιστατικό από τα χρόνια της «σεμνής και ταπεινής» κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή μνημονεύεται εδώ απλώς για να υπενθυμίσουμε πως ο νεποτισμός ως ένα περίπου φυσικό φαινόμενο εν Ελλάδι, ως μια αυτονόητη, δεδομένη χειρονομία, ακόμα και υποχρεωτική, εκ μέρους των πολιτικών, δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της τωρινής κυβέρνησης. Δεν είναι ζήτημα κομμάτων και παρατάξεων· είναι ζήτημα νοοτροπίας. Που δύσκολα ξεριζώνεται. Και πάνω σε αυτό ειδικά το κομμάτι, π.χ., ο Κυριάκος Μητσοτάκης -–πολιτικός που επίσης προέρχεται από ιστορική πολιτική οικογένεια– θα πρέπει να κάνει πολλή και σκληρή δουλειά, και τώρα και κυρίως στο μέλλον. Οχι να ξεκινήσει ένα «κυνήγι μαγισσών», λες και πρέπει να ποινικοποιηθεί η κάθε πρόσληψη ενός προσώπου, που έχει βέβαια τα τυπικά προσόντα για μια συγκεκριμένη θέση, μα το οποίο τυγχάνει να έχει κάποιον βαθμό συγγένειας με στέλεχος της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά να κωφεύει σε Σειρήνες που διαιωνίζουν μια νοσηρή κατάσταση.
Πηγή: Καθημερινή