του Κωνσταντίνου Ζούλα
Η ουρά έξω από το μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης ήταν τεράστια. «Θα περιμένετε 40 λεπτά για να μπείτε στο κτίριο» ενημέρωνε το πολύχρωμο πλήθος ένας υπάλληλος, αλλά καθώς με τη γυναίκα μου είχαμε υποσχεθεί στην 6χρονη κόρη μας ότι θα δει για πρώτη φορά αληθινούς δεινόσαυρους δεν είχαμε περιθώριο υπαναχώρησης.
Η έκπληξή μας, όμως, όταν φτάσαμε επιτέλους στα γκισέ ήταν ακόμη πιο δυσάρεστη. «Πριν από λίγα λεπτά όλες οι ειδικές εκθέσεις μας έγιναν δυστυχώς sold out» μας είπε ένας ευγενέστατος ταμίας και μας ενημέρωσε ότι έχουμε τη δυνατότητα να επισκεφθούμε μόνο τους γενικούς χώρους του μουσείου με κόστος για τους τρεις μας 58 δολάρια. «Μπορούμε να κάνουμε μια κράτηση και να ξανάρθουμε αύριο;» ρωτήσαμε. «Ναι, αλλά μαζί με το επιπλέον κόστος κάθε έκθεσης θα πρέπει και πάλι να πληρώσετε τη γενική είσοδο» απάντησε και καθώς διέκρινε στα βλέμματά μας την απογοήτευση, έκανε κάτι που μας αιφνιδίασε πλήρως. «Δεν είναι δίκαιο αυτό που σας προτείνω κυρίως για τη “μικρή σας πριγκίπισσα” (little princess)» είπε και πριν καλά–καλά το καταλάβουμε μας έδωσε τρία δωρεάν εισιτήρια για να μπούμε στο μουσείο, συμβουλεύοντάς μας να κλείσουμε μέσω Ιντερνετ την επόμενη επίσκεψή μας.
Είναι ένα από τα πολλά περιστατικά που θα θυμάμαι από τα Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη. Θέλετε κι άλλο ένα; Αγόρασα ένα τζιν και την επόμενη θέλησα να το αλλάξω γιατί απεδείχθη κοντό. Δεν υπήρχε, όμως, αντίστοιχο στο νούμερό μου και επέλεξα ένα άλλο μοντέλο. «Αυτό είναι σε προσφορά και κοστίζει 32 δολάρια» μου είπε η υπάλληλος και χωρίς καν να το ζητήσω επέστρεψε στην πιστωτική μου κάρτα τα 16 επιπλέον δολάρια που στοίχιζε η αρχική μου επιλογή. Δεν με ρώτησε καν αν θέλω να αγοράσω κάτι άλλο ή να μου πει το περιβόητο «έχετε ένα πιστωτικό υπόλοιπο».
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Διότι με έκανε να ξανασυνειδητοποιήσω τι σημαίνει πραγματική παροχή υπηρεσιών στις προηγμένες χώρες και πώς, ειδικά στην Αμερική, οι υπάλληλοι διαθέτουν ως αυτονόητη την εξουσία να εκπροσωπούν προσωπικά την εταιρεία τους ή τον οργανισμό τους με μόνο γνώμονα να μείνει ο πελάτης ευχαριστημένος.
Υπάρχει, όμως, και ένας σημαντικότερος λόγος που επέλεξα να μην ασχοληθώ σήμερα με την εγχώρια επικαιρότητα. Είναι εντυπωσιακό πόσο φορτίζει πια τις μπαταρίες σου ακόμη και ένα σύντομο ταξίδι στο εξωτερικό. Και πόσο σε θλίβουν οι ελληνικές ειδήσεις όταν μπεις έστω και λίγο στο κλίμα μιας άλλης χώρας. Τη μέρα που επισκεφθήκαμε το μουσείο, έμαθα ότι οι δικοί μας φύλακες στους αρχαιολογικούς χώρους έκαναν αιφνιδιαστική απεργία και αναρωτιόμουν αν έστω ένας εξ αυτών γνωρίζει ότι τα μουσεία στη Νέα Υόρκη λειτουργούν αδιαλείπτως 363 μέρες τον χρόνο (με εξαίρεση την Πρωτοχρονιά και την Ημέρα των Ευχαριστιών).
Και γενικότερα όμως. Οταν φεύγεις πια από την Ελλάδα συνειδητοποιείς ότι εδώ και επτά χρόνια ζούμε τελικά σε ένα παράλληλο σύμπαν, αποκομμένοι πλήρως από τις διεθνείς εξελίξεις. Χαμογελούσα χθες στην ιδέα ότι ο κ. Τσίπρας αγωνίζεται να ελέγξει τα ελληνικά κανάλια, όταν έγινε γνωστή η είδηση πως ο αμερικανικός τηλεοπτικός κολοσσός NEΤFLIX ανακοίνωσε ξαφνικά ότι εκπέμπει και στη χώρα μας και ότι είναι ζήτημα χρόνου να έχει υπότιτλους στις εξαιρετικές σειρές και στις χιλιάδες ταινίες του, προσφέροντάς μας τη δυνατότητα με 10 ευρώ τον μήνα να βλέπουμε ό,τι θέλουμε και κυρίως όποτε θέλουμε.
Στη Νέα Υόρκη ξανάνιωσα κάτι επίσης αυτονόητο έπειτα από καιρό. Πόσο πιο εύκολη είναι η ζωή, όταν το κράτος λειτουργεί ρολόι και οι νόμοι εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Παρεμπιπτόντως, στα εστιατόρια απαγορεύεται μέχρι και το ηλεκτρονικό τσιγάρο.
Είναι, όμως, και κάτι τελευταίο που μου προκάλεσε ένα περίεργο συναίσθημα χαρμολύπης. Κουβεντιάζοντας με ξένους θέματα που δεν έχουν καμία σχέση με τα δικά μας, ένιωσα ξαφνικά ότι στη χώρα μας εδώ και χρόνια, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουμε, ακόμη και τις μικροχαρές μας -π.χ. ένα βράδυ με μια παρέα που θα ξεχαστούμε και θα γελάσουμε- τις βιώνουμε σχεδόν ενοχικά, σαν κάποιος να μας χάρισε απροσδόκητα ένα ευχάριστο διάλειμμα. Διότι τελικά πάντοτε γυρίζουμε σπίτι με τη δυσάρεστη σκέψη ότι την επομένη πάλι στην ίδια μιζέρια θα επιστρέψουμε. Το αισιόδοξο αίσθημα μου το χάρισε ένας ταξιτζής μόλις έμαθε από πού είμαι. «Υπάρχει ένα καλό με όλα αυτά που ζείτε» μου είπε. «Την Ελλάδα την ξέρει πια όλος ο πλανήτης και επομένως είναι στο χέρι σας να μετατρέψετε την κρίση σε ευκαιρία, γιατί όλοι θέλουμε κάποια στιγμή να επισκεφθούμε αυτήν την περίεργη χώρα, που κάθε τόσο απασχολεί τις ειδήσεις όλου του κόσμου».
Πηγή: Καθημερινή