του Κώστα Ιορδανίδη
Ανήμερα την εορτή των Χριστουγέννων δεν θα ενδιατρίψουμε σε εξελίξεις πολιτικές –ούτως ή άλλως ανιαρώς επαναλαμβανόμενες– αλλά ούτε και θα θεολογήσουμε ως άσχετοι και απαίδευτοι περί τα μεταφυσικά.
Αλλά πριν από λίγες μόνον μέρες ηγέρθη θέμα με την ψήφιση νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως των ομοφύλων.
Εδίχασε η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβερνήσεως τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και των ΑΝΕΛ, καταψηφίσθηκε από τη Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ, υπερψηφίσθηκε από τα άλλα κόμματα της Κεντροαριστεράς, όπως αναμενόταν άλλωστε. Παρέλκει όμως η ενασχόληση με τα διλήμματα των βουλευτών, τις εμμονές ή τις απόψεις τους· ας επιλύσουν το πρόβλημά τους καθ’ ον τρόπο νομίζουν ή σύμφωνα με τις τάσεις του εκλογικού σώματος που τους ψηφίζει.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε εκδώσει προ μηνών μετριοπαθή στη διατύπωσή της ανακοίνωση, επισημαίνοντας ότι οι «εναλλακτικές μορφές οικογενείας» συνιστούν «εκτροπές του οικογενειακού θεσμού». Αναμενόμενη η θέση της Ιεράς Συνόδου, δεδομένου ότι ο γάμος είναι ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας.
Υπήρξαν όμως και κάποιες εντονότατες αντιδράσεις Αρχιερέων –δικαίωμά τους ασφαλώς– και κωδωνοκρουσίες πένθιμες, αλλά όχι ανοικτές διαδηλώσεις, ευτυχώς. Αλλά όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να ανακόψουν ρυθμίσεις αναιρετικές εκκλησιαστικών δογμάτων και πρακτικών, δεδομένου ότι οι κοινωνίες των δυτικών κρατών εμφορούνται στην καλύτερη των περιπτώσεων από αντιλήψεις αγνωστικιστικές.
Το μόνο που επιτυγχάνεται διά της μετωπικής αντιπαραθέσεως είναι η αύξηση της αντιπαλότητος των πιστών με την πολιτική τάξη της χώρας –ασχέτως εάν αυτή είναι οικτρή και αναξιόπιστος– και δεδομένου ότι η Εκκλησία –ορθώς– δεν διατυπώνει ιδία πρόταση πολιτική, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει πιστούς Χριστιανούς σε παγανιστικής διαμορφώσεως πολιτικούς σχηματισμούς.
Διαφεύγει την προσοχή πιστών και ενίοτε Αρχιερέων ότι στην παρούσα συγκυρία το κυρίαρχο σύστημα και ειδικώς το ευρωπαϊκό διέπεται από πνεύμα αντικληρικό και αντιεκκλησιαστικό, ιδιαίτερα καθ’ όσον αφορά στην Ελληνορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όπου η κοινωνική διάσταση –εν αντιθέσει προς την ατομικιστική– είναι ισχυρότατη.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το ούτως ειπείν «Σύνταγμα» της Ε.Ε. απέφυγε κάθε αναφορά στη συμβολή του Χριστιανισμού στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, στην τέχνη και αντ’ αυτού έθεσε ως αφετηρία τον Διαφωτισμό, τις αρχές του Ορθολογισμού, που εν μέρει μόνον καλύπτουν τις ανάγκες του ανθρώπου.
Επανάσταση δεν είναι δυνατόν να οργανωθεί και ούτε υπάρχει χρεία αναδείξεως νέου Σαβοναρόλα ορθοδόξου διαμορφώσεως και προδιαγραφών. Αλλά ούτε ο ρόλος της Εκκλησίας εξαντλείται απλώς στις απαραίτητες φιλανθρωπικές δραστηριότητες ή στην προώθηση του ευσεβισμού. Ενεργοποίηση πνευματική και διανοητική απαιτείται για τη διαμόρφωση ουσιαστικού αντιλόγου σε μία αγνωστικιστική κοινωνία με έντονες παγανιστικές ροπές.
Η Εκκλησία μετά την ανεξαρτησία συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκατάσταση της ενότητος των Ελλήνων, που έκαναν χρήση διαφόρων ιδιωμάτων και γλωσσών, είχαν διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες και διά των εκκλησιαστικών κειμένων διατηρήθηκε έστω και ακουστικά η επαφή με τη λόγια γλώσσα. Εχει ουσιαστικότατο ρόλο να επιτελέσει σήμερα, αρκεί να υπερβεί τη δύναμη της αδρανείας.
Πηγή: Καθημερινή