του Κώστα Καλλίτση
Το 2015 φεύγει. Αλλος ένας χρόνος χάθηκε για την υπόθεση της ανάκαμψης και της απασχόλησης.
Τα πράγματα δεν ήταν καλά στο άνοιγμά του. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν βαλτώσει και κακοφορμίσει. Υπερώριμες αλλαγές είχαν μπει στο χρονοντούλαπο λόγω μιας παρατεταμένης (διάρκειας επτά μηνών, από τον Ιούλιο 2014) προεκλογικής περιόδου, με την τότε συγκυβέρνηση να βυθίζεται στην παραζάλη της δημαγωγίας με ανύπαρκτα success stories. Με αντιστάθμισμα (έναντι της τρόικας) ένα δημοσιονομικό σφίξιμο που διέλυε τα μεσαία στρώματα και τον κρατικό μηχανισμό – ούτε για αντικατάσταση μιας καμένης λάμπας δεν είχαν λεφτά οι κρατικές υπηρεσίες. Ο κομματισμός θριάμβευε αποπνικτικός. Κι η ανεργία σάρκαζε μια κοινωνία εξουθενωμένη από επτά χρόνια αδιάλειπτης ύφεσης. Οι αγορές εκτιμούσαν ότι αυτά δεν μπορούν να συνεχιστούν κι έμεναν μακριά από τη χώρα.
Το αίτημα της αλλαγής ήταν σαφές και επιτακτικό. Διατυπώθηκε με τρόπο ηχηρό στις εκλογές του Ιανουαρίου.
Αλλαγή δεν έγινε – ει μη μόνο στους κυβερνητικούς θώκους.
Με συνέπεια, η κατάσταση να επιδεινώνεται ραγδαία. Η κυβέρνηση, αντί να εργαστεί με (κάποιο, τέλος πάντων!) ρεαλιστικό σχέδιο, ώστε να απαλλάξει την οικονομία από τα δεσμά του παρασιτισμού και τη δημοκρατία από το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, αντί δηλαδή να αρχίσει να οικοδομεί ένα νέο παραγωγικό οικονομικό – κοινωνικό μοντέλο, στάθηκε δέσμια ιδεοληπτικών ερμηνευτικών σχημάτων που την εμπόδιζαν να αποκτήσει στοιχειώδη επίγνωση της πραγματικότητας. Η χώρα κινδύνεψε να πεταχτεί από το ευρώ. Οι τράπεζες έκλεισαν και μένουν κλειστές με τα funds να απαιτούν το πάνω χέρι στη διαχείρισή τους.
Επιπλέον, χιλιάδες επιχειρήσεις πτώχευσαν και το μερίδιό τους πήραν ξένες. Οι άνεργοι έμειναν στην απόγνωσή τους. Υφεση, πάλι, για όγδοο συνεχόμενο χρόνο.
Τον τόνο έδωσαν οι διάφοροι επικίνδυνοι ή/και γραφικοί τύποι που εμπιστεύτηκε ο πρωθυπουργός. Εύκολα γελοιοποίησαν τη χώρα στην Ευρώπη, το ελληνικό κοινοβούλιο στην κοινωνία, την εικόνα της Αριστεράς σε όλους όσοι, ανεξάρτητα από την κομματική τους προτίμηση, προσδοκούσαν ότι κάποιος αέρας φρεσκάδας, ηθικής στάσης, δικαιοσύνης, αξιοκρατίας και, κυρίως, ανάπτυξης θα έπνεε. Αυτοί ήταν η κορυφή. Το παγόβουνο ήταν η νέα κοινωνία των κολλητών που διαδέχτηκε την προηγούμενη. Το κράτος δεινοπαθεί, θέσεις ευθύνης απονέμονται σε «δικά μας» παιδιά και ενώ η Αριστερά θα έπρεπε να το ανασυγκροτήσει (αφού πιστεύει στον σημαντικό ρόλο του κράτους για να ασκήσει την πολιτική της), το διαχειρίζεται ως λάφυρο του νικητή των εκλογών. Με συνέπεια, το κράτος να ταλαιπωρεί τον πολίτη και την ανάπτυξη.
Δεν είναι στραβός ο γιαλός. Κοινός τόπος γίνεται η πεποίθηση ότι στραβά αρμενίζουμε. Φαίνεται και στις συνεχείς δημοσκοπήσεις που διεξάγονται αθόρυβα: Ολο και περισσότεροι απομακρύνονται από το κυβερνητικό κόμμα – άλλα περίμεναν, τα αντίθετα βλέπουν. Πληθαίνουν όσοι διαισθάνονται ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ κλείνει ο κύκλος των γνωστών κομμάτων, σε όλο το εύρος της κλίμακας αριστερά-δεξιά. Η μέχρι πρότινος χαοτική διαφορά μεταξύ του πρώτου και δεύτερου κόμματος έχει ουσιαστικά κλείσει και, αν δεν υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις, με το νέο έτος η δημοσκοπική διαφορά θα ανατραπεί και θα τείνει να σταθεροποιηθεί υπέρ της ΝΔ. Αυτό, από μόνο του, κυρίως σημαίνει την επανεμφάνιση και γενίκευση της μεγάλης απογοήτευσης: Καθώς το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, πληθαίνουν ταχύτατα όσοι απομακρύνονται από την πολιτική. Αυτό είναι το πολύ σοβαρό και στρατηγικά σημαντικό.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη μια μεγάλη αλλαγή. Που θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, θα αναζωογονήσει τη δημοκρατία, και θα της επιτρέψει να αρχίσει να κλείνει την ψαλίδα με την υπόλοιπη Ευρώπη και τον κόσμο. Αν περιμένουμε να αλλάξει η Ευρώπη για να σταθούμε στα πόδια μας, θα χάσουμε χρόνο, μαζί ίσως και την τελευταία ευκαιρία. Το σχίσμα που διακρίνεται μεταξύ «αυστηρού» Βορρά και «χαλαρού» Νότου, δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει υπέρ των ελληνικών συμφερόντων – αντιθέτως, αν δεν αλλάξουμε βηματισμό, μπορεί να αποδειχθούμε το ποντίκι που βρέθηκε στον καβγά ελεφάντων. Χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Το Μνημόνιο διασφαλίζει τους δανειστές, όχι την ανάπτυξη της χώρας – αυτή είναι δική μας υπόθεση. Υπάρχουν κεφάλαια που φοβούνται να μας αγγίξουν. Και οι σύγχρονες τεχνολογίες μας επιτρέπουν να ανασυγκροτήσουμε σε σύγχρονες βάσεις τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Αρκεί να λυθεί το πολιτικό πρόβλημα – ρίζα των δεινών.
Η Ελλάδα είναι ένα μικρό σκάφος, εύκολα μπορεί να πάρει στροφή – δεν είναι υπερωκεάνιο που αργόσυρτα γυρίζει. Ο κ. Τσίπρας έχει την επιλογή να τη γυρίσει, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για να δημιουργηθούν θέσεις δουλειάς, με δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, ή θα αφεθεί να φθαρεί από όσα (με δική του ευθύνη…) πράττουν ή παραλείπουν να πράξουν υπουργοί και το κόμμα του και, αφού θεσπίσει όλα τα αντιδημοφιλή μέτρα, να βρεθεί μετέωρος. Η Ν.Δ. έχει την επιλογή να προχωρήσει σε γενναίο εκσυγχρονισμό ιδεών και πρακτικών, ώστε να ασκήσει μια δημιουργική αντιπολίτευση, ή θα αφεθεί να βυθίζεται στο παλαιοκομματικό τέλμα περιμένοντας πότε θα κλείσει η «παρένθεση». Η ευρύτερη αντιπολίτευση μπορεί να επιλέξει αν θα βράζει στη συνήθη οίηση που συνέχει τα μικρά κόμματα ή θα αφήσει τις κορώνες και θα φανεί χρήσιμη σε κάτι. Αν αδρανήσουν, η Ελλάδα θα τους γυρίσει την πλάτη. Κάτι καινούργιο θα ευδοκιμήσει να εκφράσει τη δημιουργική κοινωνία. Oση και για όσο ακόμα μπορεί και στέκεται όρθια, κρατώντας όρθια τη χώρα.
Πηγή: Καθημερινή