του Χρήστου Χωμενίδη
Χλευάσαμε προ ημερών αντικρίζοντας τη μισή κυβέρνηση να συνωθείται –περιστοιχισμένη από παντοειδείς σφωγγοκωλάριους– γύρω από τον Λάκη Λαζόπουλο.
Γελάσαμε (πολύ πικρά – πάντως γελάσαμε) προ εβδομάδων με την συνομιλία Μπιλ Κλίντον-Αλέξη Τσίπρα, όπου ο δεύτερος παρουσίαζε εικόνα ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης, για να θυμηθούμε τον Καβάφη. “…Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος που έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι…”.
Ξεκαρδιστήκαμε προ μηνών με τη ρίψη στεφάνου στου γυαλού τα βοτσαλάκια και τη διοργάνωση χριστιανικού μνημοσύνου για τους Σαλαμινομάχους από τον Πάνο Καμμένο. Ο Στυλιανός Παττακός, εφόσον παραμένει διαυγής στα εκατόν τρία του, σίγουρα θα ζήλεψε που επί των ημερών της “Εθνοσωτηρίου” δεν είχε εμπνευστεί κάτι παρόμοιο…
Εμείς. Οι μισοί Έλληνες. Ή –για να μην το παίρνουμε επάνω μας– το 39% σχεδόν της κοινωνίας, όπως καταγράφηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Το υπόλοιπο 61% αν δεν επικροτεί τους κρατούντες, τουλάχιστον δεν εξεγείρεται με τα εξωφρενικά, κατά τη γνώμη μας, καμώματά τους.
Στα μάτια της πλειοψηφίας, οι Συριζανέλ ίσως φαντάζουν πλέον ασυνεπείς. Δεν σημασιοδοτούν ωστόσο και καμιά πρωτοφανή παρακμή.
Οι φόροι –εννοείται– τσούζουν. Η εξωτερική εντούτοις πολιτική, η αντίληψη για την παιδεία και τον πολιτισμό, το ύφος και το ήθος της νεοπαγούς εξουσίας γίνεται γενικώς αποδεκτό. “Οι προηγούμενοι γιατί ήταν καλύτεροι; Επειδή φορούσαν γραββάτες;” θα σου πουν. Και θα το πιστεύουν ειλικρινά.
Χρειάστηκε άοκνη προσπάθεια δεκαετιών για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.
Η σχολική εκπαίδευση έπρεπε να υποβαθμισθεί στο μη παρέκει. Τα λύκεια να καταντήσουν πάρκινγκ μαθητών, οι οποίοι περιμένουν βαριεστημένα πότε θα σχολάσουν για να τρέξουν στα φροντιστήρια-αποστηθιστήρια που θα τους εξασφαλίσουν την επιτυχία στις Πανελλαδικές. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ να γίνουν ξέφραγο αμπέλι για τον κάθε πικραμένο, από τους φοιτητοπατέρες και τους μπαχαλάκηδες μέχρι τους μικροπωλητές λαθραίων dvd.
Στον δημόσιο λόγο έπρεπε να κυριαρχήσει η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, να συμφιλιώσει και να εθίσει τους Έλληνες στο λούμπεν σε όλες του τις εκφάνσεις. Από τους εξωνημένους δημοσιογράφους οι οποίοι γαβγίζουν νυχθημερόν, προωθώντας τα συμφέροντα του καθενός αφανούς χορηγού τους. Μέχρι τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα που αποβλακώνουν τη μια γενιά μετά την άλλη. Όταν, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2002, ένας λαός σύσσωμος είχε κολλήσει στις οθόνες του και αγωνιούσε εάν νικητής του Big Brother θα έβγαινε ο Πρόδρομος ή ο Τσάκας, γιατί να φρικιά σήμερα με τους Συριζανέλ; Ή ακόμα και με τη “Χρυσή Αυγή”;
Η αισθητική και ηθική καταβαράθρωση, η αντίληψη ότι όλα παίζουν κι όλοι παίζουμε εμπεδώθηκε στα χαρισάμενα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τα παλαιά κόμματα έστρωσαν κόκκινο χαλί για να επελάσει, μετά την οικονομική χρεοκοπία, το συνονθύλευμα που αυτοαποκαλείται “Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς”. Αντί να λέγεται “Περονικό Κόμμα Ελλάδας”.
Και σήμερα τι κάνουμε εμείς, οι νουνεχείς; Καγχάζουμε με τα χαΐρια των κυβερνώντων; Περιμένουμε να φθαρεί ο Σύριζα και να πέσει υπό το βάρος των ανοησιών και των ανομημάτων του; Ξεφυλλίζουμε παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Ηρώδειο, ανάμεσα στον Χατζιδάκι και στον Κουν, και του Λεωνίδα Κύρκου με τη φυσαρμόνικα – μυρηκάζουμε ένδοξους, κατά τη γνώμη μας, καιρούς που ποτέ δεν γνωρίσαμε;
Κούνια που μας κούναγε εάν νομίζουμε πως ο τροχός θα γυρίσει νομοτελειακά και το “ευρωπαϊκό”, “μεταρρυθμιστικό” –ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το– τόξο θα επανέλθει στα πράγματα για να ξαναθέσει την πατρίδα στην ορθή τροχιά της…
Όταν ο Βασίλης Λεβέντης –για να αναφέρω την λιγότερο αντιπαθή περίπτωση– γίνεται εν μια νυκτί από περίγελως, αξιοσέβαστος πολιτικός παίκτης, γιατί να μην τον καμαρώσουμε προσεχώς ηγέτη του 10% και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης;
Όταν ο Λάκης Λαζόπουλος εξακολουθεί να επηρεάζει την κοινή γνώμη περισσότερο από τον οποιονδήποτε, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα βγούμε στο ορατό μέλλον από τον αστερισμό της ευτέλειας;
Όταν, κυρίως, εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κάποια απτή, πειστική, ελκυστική πρόταση για τη χώρα παρά αρκούμαστε σε γενικότητες; Ως οπαδοί –συστηνόμαστε– της λογικής, ως παιδιά του Διαφωτισμού… Το μήνυμα που εκπέμπουμε είναι πολύ γενικόλογο, πολύ θολό για να συγκινήσει. Με ευχολόγια και “ήξεις αφήξεις” κανείς δεν κέρδισε ποτέ όχι εκλογές αλλά ούτε καν τη γυναίκα που επιθυμούσε. Εκτός και αν μόστραρε ένα γεμάτο πορτοφόλι…
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται ποτέ να ηττηθεί από κάποια κεντροδεξιά απομίμησή του. Ούτε από τον οποιονδήποτε θυμίζει τις “παλιές, καλές ημέρες” που έληξαν οριστικά με τα μνημόνια.
Μονάχα εκείνος (ή εκείνη) που θα κοιτάξει την κοινωνία ασκαρδαμυκτί και θα επαγγελθεί συγκεκριμένες αλλαγές: Την εκκαθάριση του κράτους ωσάν να πρόκειται για χρεοκοπημένη επιχείρηση. Την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Την ελάφρυνση –πάση θυσία– των φόρων. Την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων με ξενόγλωσσα τμήματα. Την άμεση πώληση του Ελληνικού και κάθε άλλης περιουσίας που σαπίζει αναξιοποίητη. Το τέλος –ακόμα, ακόμα– της υποχρεωτικής συμμετοχής στα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον εργαζόμενος και εργοδότης προτιμούν κάποια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία… Μονάχα εκείνος έχει μια ελπίδα να καθίσει στο τιμόνι. Και να ξεκολλήσει την πατρίδα από τη λάσπη.
Πηγή: Capital.gr