του Στέφανου Κασιμάτη
Είναι κάτι που, όταν το συναντώ, πάντα «αγγίζει την ψυχή μου». Αληθινά με συγκινεί η αθωότητα, όταν ξεπετάγεται από εκεί που δεν την περιμένεις. Respect, επομένως, στον Ανδρ. Ξανθό, τον υπουργό Υγείας. Γιατί τα είπε όλα με μία πρόταση – και μάλιστα ενώ, την ίδια ώρα, αρειμάνιος Κρης υφυπουργός, ονόματι Πολάκης, ανέβαζε μόνος του τη συναρπαστική παράσταση «Ξέρεις ποιος είμαι γω, ρε;», εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία της συνέντευξης Τύπου. Ο υπουργός Ξανθός εξέφρασε, συγκεκριμένα, την απορία του πώς μια «αυτονόητη, στο παρελθόν, πολιτική διαδικασία αλλαγής διοικήσεων στα νοσοκομεία πάει να αναχθεί σε μείζον πολιτικό γεγονός». (Αναφερόταν στις συνοπτικές εκκαθαρίσεις των διοικήσεων των νοσοκομείων.)
Η φράση-κλειδί, βέβαια, για την κατανόηση της μεγάλης αλήθειας που βγήκε από τα υπουργικά χείλη είναι: «Στο παρελθόν». Ακριβώς. Στο αγαπημένο παρελθόν, εκεί θέλουμε να γυρίσουμε. Εμείς να παίρνουμε αυξήσεις, επιδόματα, πρόωρες συντάξεις και άλλα τέτοια δημοκρατικά «κεκτημένα», εκείνοι να ελέγχουν το κράτος και, παράλληλα, να εμπεδώνουν την εξουσία τους συναλλασσόμενοι με μια νέα επιχειρηματική τάξη που θα έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Ολο αυτό, δε, να χρηματοδοτείται με δάνεια. Αυτό θέλουμε – γιατί να το κρύβουμε; «Οπισθεν ολοταχώς», όπως μας προέτρεπε κάποιος που σήμερα δεν υπάρχει.
Μέσα σε αυτό τον ιδεατό κόσμο του παρελθόντος, που τον θεωρούμε «κανονικότητα», ο καθένας μας θα μπορεί να ζει τον μύθο του ελεύθερα, χωρίς να δικαιολογείται ή να νιώθει ότι απειλείται. Δεν θα χρειάζεται, π.χ., να δικαιολογείται ο Τσίπρας, λέγοντας «έγινα πρωθυπουργός στα 40 μου και δεν ήμουν από τζάκι», όταν η Μπακογιάννη τον μέμφεται για την οίησή του. (Ωστόσο, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μη γνώριζε τι σημαίνει «οίηση» και γι’ αυτό να αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί…) Πάντως, δεν θα χρειαζόταν τώρα να του εξηγήσει κάποιος ότι ορισμένα πράγματα είναι βαθύτερα από μια ρηχή ταξική ανάλυση, που επιχειρεί να δικαιώσει την αλαζονεία. Δεν θα χρειαζόταν, επίσης, ο Μεϊμαράκης να δικαιολογείται: «Δεν είμαι παρορμητικός, είμαι αυθόρμητος! Αυτό είμαι», όπως τον άκουσα. Θα ήταν ό,τι είναι χωρίς να οφείλει να δώσει εξηγήσεις. Ούτε θα χρειαζόταν, όπως τώρα, να του εξηγήσει κάποιος ότι παρορμητικότητα και αυθορμητισμός είναι το ίδιο πράγμα και ότι το μόνο που αλλάζει είναι η γωνία από την οποία το βλέπουμε: «αυθορμητισμός» είναι η καλή πλευρά και «παρορμητικότητα» η κακή – τόσο απλά.
Μέσα σε αυτόν τον χαμένο παράδεισο, τα θαύματα θα ήσαν δυνατά για τον καθένα. Οχι δηλαδή ότι δεν συμβαίνουν και σήμερα –γιατί ο Ελληνισμός αντιστέκεται στον εξορθολογισμό και δεν παραδίνεται–, αλλά θα ήσαν καθημερινότητα. Μικρά θαύματα, τόσο μικρά ώστε να συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι ενός ανθρώπου· όπως λ.χ. ότι η Δ. Λιάνη-Παπανδρέου γράφει στο βιογραφικό της, που περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο της, ότι «σπούδασε στην Ecole des Hautes Etudes της Σορβόννης», όταν δεν υφίσταται τέτοιο πράγμα στη Σορβόννη. Επίσης, λίγο μεγαλύτερα θαύματα, από αυτά που συμβαίνουν στα κεφάλια μιας ομάδας ανθρώπων συγχρόνως· όπως όταν η κυβέρνηση ονομάζει «ανθρωπισμό» το αβυσσαλέο κενό στη μεταναστευτική πολιτική της. Αλλά και μεγάλα θαύματα, από αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια όλων· όπως όταν η Γιάννα Αγγελοπούλου τίμησε με την παρουσία της την πρεμιέρα του Λάκη Λαζόπουλου, σε μια βραδιά όπου είχε συγκεντρωθεί το απάνθισμα του πολιτικού και πνευματικού κόσμου της χώρας – ήσαν εκεί το ζεύγος Τσίπρα, ο Ξυδάκης, η Γεροβασίλη, ο Κουρουμπλής και ο Χαϊκάλης.
Πηγή: Καθημερινή